Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τσάκισμα

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

Greek Monolingual

το, Ν
τσακίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τσακίζω
2. πτυχή, δίπλα, τσάκιση («το τσάκισμα του παντελονιού»)
3. καταπόνηση, κατάπτωση
4. (για ψύχος ή άνεμο) μετριασμός ή κατάπαυση
5. επωδός ή μελωδική παρεμβολή σε τραγούδι, αλλ. γύρισμα
6. (στη βυζ. μουσ.) ένα από τα σαράντα άφωνα μεγάλα σημάδια του αρχαίου στενογραφικού συστήματος
7. στον πληθ. τα τσακίσματα
νάζια, σκέρτσα, κουνήματα, ακκισμοί («πολλά τσακίσματα κάνει τελευταία»).