τσάκισμα
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
Greek Monolingual
το, Ν
τσακίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τσακίζω
2. πτυχή, δίπλα, τσάκιση («το τσάκισμα του παντελονιού»)
3. καταπόνηση, κατάπτωση
4. (για ψύχος ή άνεμο) μετριασμός ή κατάπαυση
5. επωδός ή μελωδική παρεμβολή σε τραγούδι, αλλ. γύρισμα
6. (στη βυζ. μουσ.) ένα από τα σαράντα άφωνα μεγάλα σημάδια του αρχαίου στενογραφικού συστήματος
7. στον πληθ. τα τσακίσματα
νάζια, σκέρτσα, κουνήματα, ακκισμοί («πολλά τσακίσματα κάνει τελευταία»).