θύσκη: Difference between revisions

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
(17)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θύσκη]], ἡ (Α) [[θύος]]<br />([[κατά]] το Μ. Ε.) «[[σκάφη]] ἡ τά θύματα δεχόμενη άπό τοῡ θύω».
|mltxt=[[θύσκη]], ἡ (Α) [[θύος]]<br />([[κατά]] το Μ. Ε.) «[[σκάφη]] ἡ τά θύματα δεχόμενη άπό τοῦ θύω».
}}
}}

Revision as of 12:25, 15 February 2019

German (Pape)

[Seite 1228] ἡ, Räuchergefäß, VLL. ἡ σκάφη ἡ δεχομένη τὰ θύματα. S. θυΐσκη.

Greek (Liddell-Scott)

θύσκη: ἡ, ἀγγεῖον διὰ θυμίαμα, θυμιατήριον, Ἐτυμ. Μ. 458. 53, Σουΐδ.· πρβλ. θυΐσκη.

Greek Monolingual

θύσκη, ἡ (Α) θύος
(κατά το Μ. Ε.) «σκάφη ἡ τά θύματα δεχόμενη άπό τοῦ θύω».