θύσκη
From LSJ
φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
English (LSJ)
v. θυΐσκη.
German (Pape)
[Seite 1228] ἡ, Räuchergefäß, VLL. ἡ σκάφη ἡ δεχομένη τὰ θύματα. S. θυΐσκη.
Greek (Liddell-Scott)
θύσκη: ἡ, ἀγγεῖον διὰ θυμίαμα, θυμιατήριον, Ἐτυμ. Μ. 458. 53, Σουΐδ.· πρβλ. θυΐσκη.
Greek Monolingual
θύσκη, ἡ (Α) θύος
(κατά το Μ. Ε.) «σκάφη ἡ τά θύματα δεχόμενη άπό τοῦ θύω».