κορίνθιος: Difference between revisions

From LSJ

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389
(21)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ια, -ιο, θηλ. και -ία (Α [[κορίνθιος]], -ία, -ον, θηλ. και κορινθιάς, -[[άδος]]) [[Κόρινθος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κόρινθο, στην Κορινθία ή στους Κορινθίους, [[κορινθιακός]] («κατῴκει τήνδε γῆν Κορινθίαν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (το αρσ. και θηλ. ως εθν.) <i>ο [[Κορίνθιος]], <i>η Κορίνθια</i> ή <i>η Κορινθία</i> ή <i>η Κορινθιάς</i><br />ο ή η [[κάτοικος]] της Κορίνθου ή αυτός που κατάγεται από την Κόρινθο (α. «η [[προς]] Κορινθίους [[επιστολή]]» β. «οὐ Κορινθίων τοῡ δημοσίου ἐστὶν ὁ [[θησαυρός]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>η Κορινθία</i><br />ο [[νομός]] της Πελοποννήσου που κατέχει το ΒΑ [[άκρο]] της (α. «η Κορινθία έχει [[μεγάλη]] [[παραγωγή]] σταφίδας» β. «ἔξω τῆς Κορινθίας ἀπεχώρησαν», <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κορινθίως</i> (Α)<br />[[κατά]] κορινθιακό τρόπο, [[κατά]] τον τρόπο τών Κορινθίων («οἶκον ἐστεγασμένον κορινθίως», <b>Ιώσ.</b>).
|mltxt=-ια, -ιο, θηλ. και -ία (Α [[κορίνθιος]], -ία, -ον, θηλ. και κορινθιάς, -[[άδος]]) [[Κόρινθος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κόρινθο, στην Κορινθία ή στους Κορινθίους, [[κορινθιακός]] («κατῴκει τήνδε γῆν Κορινθίαν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (το αρσ. και θηλ. ως εθν.) ο [[Κορίνθιος]], <i>η Κορίνθια</i> ή <i>η Κορινθία</i> ή <i>η Κορινθιάς</i><br />ο ή η [[κάτοικος]] της Κορίνθου ή αυτός που κατάγεται από την Κόρινθο (α. «η [[προς]] Κορινθίους [[επιστολή]]» β. «οὐ Κορινθίων τοῦ δημοσίου ἐστὶν ὁ [[θησαυρός]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>η Κορινθία</i><br />ο [[νομός]] της Πελοποννήσου που κατέχει το ΒΑ [[άκρο]] της (α. «η Κορινθία έχει [[μεγάλη]] [[παραγωγή]] σταφίδας» β. «ἔξω τῆς Κορινθίας ἀπεχώρησαν», <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κορινθίως</i> (Α)<br />[[κατά]] κορινθιακό τρόπο, [[κατά]] τον τρόπο τών Κορινθίων («οἶκον ἐστεγασμένον κορινθίως», <b>Ιώσ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 12:35, 15 February 2019

Greek Monolingual

-ια, -ιο, θηλ. και -ία (Α κορίνθιος, -ία, -ον, θηλ. και κορινθιάς, -άδος) Κόρινθος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κόρινθο, στην Κορινθία ή στους Κορινθίους, κορινθιακός («κατῴκει τήνδε γῆν Κορινθίαν», Ευρ.)
2. (το αρσ. και θηλ. ως εθν.) ο Κορίνθιος, η Κορίνθια ή η Κορινθία ή η Κορινθιάς
ο ή η κάτοικος της Κορίνθου ή αυτός που κατάγεται από την Κόρινθο (α. «η προς Κορινθίους επιστολή» β. «οὐ Κορινθίων τοῦ δημοσίου ἐστὶν ὁ θησαυρός», Ηρόδ.)
3. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Κορινθία
ο νομός της Πελοποννήσου που κατέχει το ΒΑ άκρο της (α. «η Κορινθία έχει μεγάλη παραγωγή σταφίδας» β. «ἔξω τῆς Κορινθίας ἀπεχώρησαν», Ξεν.).
επίρρ...
κορινθίως (Α)
κατά κορινθιακό τρόπο, κατά τον τρόπο τών Κορινθίων («οἶκον ἐστεγασμένον κορινθίως», Ιώσ.).