λωποδυτώ: Difference between revisions

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
(23)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α λωποδυτῶ, -έω) [[λωποδύτης]]<br />[[διαπράττω]] [[λωποδυσία]], [[κλέβω]] με [[πανουργία]], [[διαρπάζω]] με [[επιτηδειότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κλέβω]], [[ληστεύω]], [[διαρπάζω]]<br /><b>2.</b> [[κλέβω]] [[κρυφά]] τα ενδύματα τών λουομένων στα λουτρά ή [[αφαιρώ]] βίαια τους επενδύτες τών διαβατών («ἠδίκουν γὰρ ἂν τὰ τοιαῡτα εἰς αὐτὸν παρανομῶν καὶ τὴν πάτριον ἐσθῆτα λωποδυτῶν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> επιδίδομαι σε [[λογοκλοπία]] («τὸν Ὅμηρον ἀναιδῶς λωποδυτοῡσιν», <b>Ανθ. Παλ.</b>).
|mltxt=(Α λωποδυτῶ, -έω) [[λωποδύτης]]<br />[[διαπράττω]] [[λωποδυσία]], [[κλέβω]] με [[πανουργία]], [[διαρπάζω]] με [[επιτηδειότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κλέβω]], [[ληστεύω]], [[διαρπάζω]]<br /><b>2.</b> [[κλέβω]] [[κρυφά]] τα ενδύματα τών λουομένων στα λουτρά ή [[αφαιρώ]] βίαια τους επενδύτες τών διαβατών («ἠδίκουν γὰρ ἂν τὰ τοιαῡτα εἰς αὐτὸν παρανομῶν καὶ τὴν πάτριον ἐσθῆτα λωποδυτῶν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> επιδίδομαι σε [[λογοκλοπία]] («τὸν Ὅμηρον ἀναιδῶς λωποδυτοῦσιν», <b>Ανθ. Παλ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:40, 15 February 2019

Greek Monolingual

(Α λωποδυτῶ, -έω) λωποδύτης
διαπράττω λωποδυσία, κλέβω με πανουργία, διαρπάζω με επιτηδειότητα
αρχ.
1. κλέβω, ληστεύω, διαρπάζω
2. κλέβω κρυφά τα ενδύματα τών λουομένων στα λουτρά ή αφαιρώ βίαια τους επενδύτες τών διαβατών («ἠδίκουν γὰρ ἂν τὰ τοιαῡτα εἰς αὐτὸν παρανομῶν καὶ τὴν πάτριον ἐσθῆτα λωποδυτῶν», Λουκιαν.)
3. μτφ. επιδίδομαι σε λογοκλοπία («τὸν Ὅμηρον ἀναιδῶς λωποδυτοῦσιν», Ανθ. Παλ.).