προσέκκειμαι: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(34) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />κοινοποιούμαι επιπροσθέτως («τὴν προσεκκειμένην ἀγορὰν | |mltxt=Α<br />κοινοποιούμαι επιπροσθέτως («τὴν προσεκκειμένην ἀγορὰν τοῦ οἴνου», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐκκεῖμαι</i> «ανακοινώνομαι, κοινοποιούμαι»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 15 February 2019
English (LSJ)
A to be announced, set forth in addition, dub.l. in PLille 4.15 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 758] (s. κεῖμαι), dabei-, daraus- oder hervorliegen, dabei hervorragen, Philostr. u. a. Sp.
Greek Monolingual
Α
κοινοποιούμαι επιπροσθέτως («τὴν προσεκκειμένην ἀγορὰν τοῦ οἴνου», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐκκεῖμαι «ανακοινώνομαι, κοινοποιούμαι»].