seize: Difference between revisions
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
m (Text replacement - "<b class="b2">Nub.</b>" to "''Nub.''") |
mNo edit summary |
||
Line 4: | Line 4: | ||
P. and V. [[λαμβάνω|λαμβάνειν]], ἁρπάζειν, ἀναρπάζειν, συναρπάζειν, V. καθαρπάζειν, συμμάρπτειν (Eur., ''Cycl.''), Ar. and V. συλλαμβάνειν, μάρπτειν. | P. and V. [[λαμβάνω|λαμβάνειν]], ἁρπάζειν, ἀναρπάζειν, συναρπάζειν, V. καθαρπάζειν, συμμάρπτειν (Eur., ''Cycl.''), Ar. and V. συλλαμβάνειν, μάρπτειν. | ||
[[carry off]]: P. and V. ἀφαρπάζειν, ἐξαρπάζειν, ἁρπάζειν, συναρπάζειν, ἀναρπάζειν, V. ἐξαναρπάζειν; see [[carry off]]. | |||
[[take hold of]]: P. and V. λαμβάνεσθαι (gen.), ἐπιλαμβάνεσθαι (gen.), ἀντιλαμβάνεσθαι (gen.), ἅπτεσθαι (gen.), ἀνθάπτεσθαι (gen.), ἐφάπτεσθαι (gen.), Ar. and V. λάζυσθαι (acc.), V. ἀντιλάζυσθαι (gen.). | |||
[[arrest]], [[apprehend]]: P. and V. συλλαμβάνειν, συναρπάζειν (Lys.). | |||
[[seize a place, occupy it]]: Ar. and P. καταλαμβάνειν. | |||
[[seize property for payment]]: P. ἐπιλαμβάνεσθαι (gen.). | |||
[[I have my property seized]]: Ar. τὰ χρήματʼ ἐνεχυράζομαι (''Nub.'' 241). | |||
[[seize as a pledge]]: V. ῥυσιάζειν (acc.). | |||
Met., | Met., [[grasp]] ([[meaning, etc.]]): P. and V. ὑπολαμβάνειν (rare V.), P. καταλαμβάνειν; see [[grasp]]. | ||
[[of desire seizing a person]]: P. and V. ἐμπίπτειν (dat.). | |||
[[of disease seizing a person]]: P. and V. ἅπτεσθαι (gen.), ἀνθάπτεσθαι (gen.), ἐμπίπτειν (dat.), ἐπιλαμβάνειν (acc.), P. ἐπιπίπτειν (dat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:50, 19 September 2019
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
P. and V. λαμβάνειν, ἁρπάζειν, ἀναρπάζειν, συναρπάζειν, V. καθαρπάζειν, συμμάρπτειν (Eur., Cycl.), Ar. and V. συλλαμβάνειν, μάρπτειν.
carry off: P. and V. ἀφαρπάζειν, ἐξαρπάζειν, ἁρπάζειν, συναρπάζειν, ἀναρπάζειν, V. ἐξαναρπάζειν; see carry off.
take hold of: P. and V. λαμβάνεσθαι (gen.), ἐπιλαμβάνεσθαι (gen.), ἀντιλαμβάνεσθαι (gen.), ἅπτεσθαι (gen.), ἀνθάπτεσθαι (gen.), ἐφάπτεσθαι (gen.), Ar. and V. λάζυσθαι (acc.), V. ἀντιλάζυσθαι (gen.).
arrest, apprehend: P. and V. συλλαμβάνειν, συναρπάζειν (Lys.).
seize a place, occupy it: Ar. and P. καταλαμβάνειν.
seize property for payment: P. ἐπιλαμβάνεσθαι (gen.).
I have my property seized: Ar. τὰ χρήματʼ ἐνεχυράζομαι (Nub. 241).
seize as a pledge: V. ῥυσιάζειν (acc.).
Met., grasp (meaning, etc.): P. and V. ὑπολαμβάνειν (rare V.), P. καταλαμβάνειν; see grasp.
of desire seizing a person: P. and V. ἐμπίπτειν (dat.).
of disease seizing a person: P. and V. ἅπτεσθαι (gen.), ἀνθάπτεσθαι (gen.), ἐμπίπτειν (dat.), ἐπιλαμβάνειν (acc.), P. ἐπιπίπτειν (dat.).