присваивать себе: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(No difference)
|
Revision as of 20:35, 13 October 2019
Russian > Greek
προσεπιδράσσομαι, προσεπιδράττομαι, διανοσφίζομαι, ἐκνοσφίζομαι, μεταποιέω, ἰδιοποιέομαι, σφετερίζω, ἐξιδιόομαι, οἰκειόω, οἰκηϊόω, προσπεριβάλλω, νοσφίζω, ἀπονέμω