Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεταποιέω

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταποιέω Medium diacritics: μεταποιέω Low diacritics: μεταποιέω Capitals: ΜΕΤΑΠΟΙΕΩ
Transliteration A: metapoiéō Transliteration B: metapoieō Transliteration C: metapoieo Beta Code: metapoie/w

English (LSJ)

alter the make of a thing, remodel, νόμους D.18.121; πάντα ἐς τοὺς τρόπους τοὺς παραπλησίους μ. Hp.Fract.26; εἰς γάμον ἀπὸ τῆς θυσίας μ. τὴν εὐωχίαν Hld.5.29, cf. Porph.Antr.36: abs., μεταποίησον = recompose the verse, Sol.20.3:—Pass., μεταποιεῖσθαι εἰς τὸ δέον A.D.Synt.199.18.
II Med., lay claim to, pretend to, c. gen. rei, e.g. ξυνέσεως, ἀρετῆς τι, Th.1.140, 2.51; τέχνης Pl.Plt.289e; οὐδέν σφι μετεὸν μεταποιεῦνται (sc. τοῦ ἐμπορίου) Hdt.2.178.

German (Pape)

[Seite 152] anders machen, umarbeiten, verändern; νόμους, Dem. 18, 121; τὴν κρίσιν, Luc. abdic. 9, öfter; im med. = sich eine Sache anmaßen, sich ihrer bemächtigen (so daß sie einen andern Besitzer bekommt), βασιλικῆς μεταποιούμενος τέχνης, Plat. Polit. 289 e; Thuc. 1, 140. 2, 51 u. Sp., wie Plut., τῆς φιλοσοφίας, Eum. 7.

French (Bailly abrégé)

μεταποιῶ :
refaire, réformer, acc.;
Moy. μεταποιέομαι, μεταποιοῦμαι prendre sa part de, s'approprier, gén..
Étymologie: μετά, ποιέω.

Russian (Dvoretsky)

μεταποιέω:
1 переделывать, перерабатывать, изменять (νόμους Dem.; τὴν κρίσιν Luc.);
2 med. усваивать (μ. βασιλικῆς τέχνης Plat.);
3 med. присваивать себе, приписывать себе (τῆς ξυνέσεως, ἀρετῆς Thuc.; λόγων ἐμπειρίας Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταποιέω: μεταβάλλω τὴν κατασκευὴν πράγματός τινος, ἐκ νέου κατασκευάζω, ἀλλοιῶ, τροποποιῶ, Σόλων 1. 5, Δημ. 268. 5· μ. τι εἴς τινα τρόπον Ἱππ. Ἀγμ. 768· τι ἀπό τινος Ἡλιόδ. 5. 29. ΙΙ. Μέσ. ἀντιποιοῦμαι, ἰδιοποιοῦμαι, οἰκειοποιοῦμαι, μετὰ γεν. πράγμ. π.χ. ξυνέσεως, ἀρετῆς Θουκ. 1. 140., 2. 51· τέχνης Πλάτ. Πολιτ. 289Ε· - ἐν Ἡροδ. 2. 178, τὸ οὐδέν σφι μετεὸν μεταποιεῦνται, κάλλιον νὰ ληφθῇ ἀπολ., οὐδέν σφι μετεόν, ὑπονοουμένης τῆς γενικ. τοῦ ἐμπορίου. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 466.

Greek Monotonic

μεταποιέω: μέλ. -ήσω,
I. τροποποιώ την κατασκευή ενός πράγματος, ανακατασκευάζω, τροποποιώ, σε Σόλωνα, Δημ.
II. Μέσ., μεταχειρίζομαι μια πρόφαση, εγείρω έναν ισχυρισμό, προφασίζομαι, με γεν. ἀρετῆς, σε Θουκ.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to alter the make of a thing, remodel, alter, Solon., Dem.
II. Mid. to make a pretence of, lay claim to, pretend to, c. gen., ἀρετῆς Thuc.