сетовать: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(No difference)
|
Revision as of 22:55, 13 October 2019
Russian > Greek
ὀδύρομαο, διολοφύρομαι, ὀϊζύω, οἰζύω, ἐποΐζω, κινύρομαι, σχετλιάζω, ταλανίζω, νεμεσίζομαι, ἐπαιτιάομαι, δυσφημέω, δυσανασχετέω, προσολοφύρομαι, στεναχίζω, κατοιμώζω, παράφημι, πάρφημι, παραίφημι, πάρφαμι, κατοικτίζω