проходить мимо: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(No difference)
|
Revision as of 01:20, 14 October 2019
Russian > Greek
παραστείχω, παρέξειμι, παραπορεύομαι, παραφεύγω, παρφεύγω, παρανίσσομαι, παραμείβω, παρέρχομαι, παροδεύω, ἀντιπαρέρχομαι, παρακίω, διεκπεράω