притеснять: Difference between revisions
From LSJ
Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel
(6) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[προσεπιτείνω]], [[κακίζω]], [[περιωθέω]], [[αἰκίζω]], [[κακόω]], [[ἀτέμβω]], [[στυφελίζω]], [[ἀποβιάζομαι]], [[καταδυναστεύω]], [[χαλέπτω]], [[διασείω]], [[ἄγχω]] | |rueltext=[[κατέχω]], [[λυμαίνομαι]], [[πλεονεκτέω]], [[προσεπιτείνω]], [[κακίζω]], [[περιωθέω]], [[αἰκίζω]], [[κακόω]], [[ἀτέμβω]], [[στυφελίζω]], [[ἀποβιάζομαι]], [[καταδυναστεύω]], [[χαλέπτω]], [[διασείω]], [[ἄγχω]], [[πιέζω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:25, 15 October 2019
Russian > Greek
κατέχω, λυμαίνομαι, πλεονεκτέω, προσεπιτείνω, κακίζω, περιωθέω, αἰκίζω, κακόω, ἀτέμβω, στυφελίζω, ἀποβιάζομαι, καταδυναστεύω, χαλέπτω, διασείω, ἄγχω, πιέζω