притеснять
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Russian > Greek
κατέχω, λυμαίνομαι, πλεονεκτέω, προσεπιτείνω, κακίζω, περιωθέω, αἰκίζω, κακόω, ἀτέμβω, στυφελίζω, ἀποβιάζομαι, καταδυναστεύω, χαλέπτω, διασείω, ἄγχω, πιέζω