обозревать: Difference between revisions
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
(4) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ὀπτεύω]], [[διασκοπιάομαι]], [[ἐπισκέπτομαι]], [[καθοράω]], [[κατοράω]], [[ἐπιπορεύομαι]], [[ἐφοράω]], [[ἐποράω]], [[περιθεωρέω]], [[ἀνηγέομαι]], [[ἀναγέομαι]], [[περιοδεύω]], [[καταθεάομαι]], [[θεωρέω]], [[περιβλέπω]], [[περισκοπέω]] | |rueltext=[[θεάομαι]], [[ὀπτεύω]], [[διασκοπιάομαι]], [[ἐπισκέπτομαι]], [[καθοράω]], [[κατοράω]], [[ἐπιπορεύομαι]], [[ἐφοράω]], [[ἐποράω]], [[περιθεωρέω]], [[ἀνηγέομαι]], [[ἀναγέομαι]], [[περιοδεύω]], [[καταθεάομαι]], [[θεωρέω]], [[περιβλέπω]], [[περισκοπέω]], [[ἐξετάζω]], [[ἐπέξειμι]], [[ἔπειμι]], [[ὁράω]] | ||
}} | }} |
Revision as of 09:35, 15 October 2019
Russian > Greek
θεάομαι, ὀπτεύω, διασκοπιάομαι, ἐπισκέπτομαι, καθοράω, κατοράω, ἐπιπορεύομαι, ἐφοράω, ἐποράω, περιθεωρέω, ἀνηγέομαι, ἀναγέομαι, περιοδεύω, καταθεάομαι, θεωρέω, περιβλέπω, περισκοπέω, ἐξετάζω, ἐπέξειμι, ἔπειμι, ὁράω