примирять: Difference between revisions
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(5) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[συνδιαλύω]], [[συμβιβάζω]], [[καταδιαλλάσσω]], [[καταλαμβάνω]] | |rueltext=[[διαλλάσσω]], [[συναλλάσσω]], [[συνδιαλύω]], [[συμβιβάζω]], [[καταδιαλλάσσω]], [[καταλαμβάνω]], [[καταλλάσσω]], [[διαλύω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:35, 15 October 2019
Russian > Greek
διαλλάσσω, συναλλάσσω, συνδιαλύω, συμβιβάζω, καταδιαλλάσσω, καταλαμβάνω, καταλλάσσω, διαλύω