καταλλάσσω
Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch
English (LSJ)
Att. καταλλάττω,
A change money, Plu.Arat. 18, etc. (also in Med., D.19.114:—Pass., Matreas ap.Ath.1.19b, with a play on signf. ΙΙ); change or give away, τὴν Χάριν τῶν νόμων for the laws, Din.3.21 (s.v.l.); καταλλάσσειν τὸν βίον to leave life, Ael.VH5.2.
b abs., transgress, contravene regulations, IG5(2).3.2 (Tegea).
2 Med., exchange one thing for another, ἡδονὰς πρὸς ἡδονάς Pl.Phd. 69a; ἀντί τινος πάντα ibid., cf. Phld.Vit.Herc.1457.10; βίον πρὸς μικρὰ κέρδη Arist.EN1117b20; τι ἐπ' ἀργυρίῳ Hdn. 2.13.6: abs., exchange prisoners, D.C.Fr.57.36.
II change a person from enmity to friendship, reconcile, σφέας Hdt.5.29, cf. 95, 6.108; κ. τινὰς πρὸς ἀλλήλους Arist.Oec.1348b9; θεὸς κόσμον κ. ἑαυτῷ 2 Ep.Cor.5.19:—Med., καταλλάσσεσθαι τὴν ἔχθρην τινί to make up one's enmity with any one, Hdt.1.61, cf. 7.145:—Pass., especially in aor. κατηλλάχθην or κατηλλάγην (former preferred by Trag., latter in Prose), to become reconciled, τινι E.IA1157, X.An.1.6.1, etc.; πρὸς ἀλλήλους Th.4.59; θεοῖσιν ὡς καταλλαχθῇ Χόλου that he may be reconciled to them after his anger, S.Aj.744; κ. πρός τινα ἐκ διαφορᾶς Ael.VH2.21.
2 Pass., of an offence, to be atoned for, φόνον ἐπιγαμίαις μὴ καταλλάσσεσθαι μηδὲ Χρήμασιν OGI218.105 (Ilium, iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1360] 1) verwechseln, vertauschen, austauschen, vom Geldwechseln, Plut. Arat. 18 u. A.; vgl. das Wortspiel bei Matreas in Ath. I, 19 d: διὰ τί τετράδραχμα καταλλάττεται μέν, ὀργίζεται δ' οὔ; – 2) gew. aussöhnen, versöhnen, vermitteln, τινάς, Her. 5, 29. 6, 108; κατήλλαξεν αὐτοὺς πρὸς ἀλλήλους, Arist. Oec. 2, 15; τινί, N.T.; pass. ausgesöhnt werden, sich aussöhnen, θεοῖσιν ὡς καταλλαχθῇ χόλου Soph. Ai. 731, daß er vom Zorne sich aussöhne mit den Göttern; καταλλαχθεῖσά σοι Eur. I. A. 1157; τὴν ἔχθρην τοῖσι στασιώτῃσι, die Feindschaft mit ihnen beilegen, Her. 1, 61; καταλλαγεὶς τῷ Κύρῳ Xen. An. 1, 6, 2, wie Plat. Rep. VIII, 566 e. – 3) Med. = act., vertauschen; φόβον πρὸς φόβον Plat. Phaed. 69 a; τὸν βίον πρὸς μικρὰ κέρδη Arist. Eth. 3, 9. – Auch ἐπ' ἀργυρίῳ κατηλλάξασθε, verkaufen, Hdn. 2, 13, 12.
French (Bailly abrégé)
f. καταλλάξω, Pass. ao. κατηλλάχθην, ao.2 κατηλλάγην;
1 changer, échanger : κ. τὸν βίον ÉL quitter la vie;
2 réconcilier ; Pass. être réconcilié, se réconcilier;
Moy. καταλλάσσομαι;
1 échanger, acc.;
2 faire changer les sentiments, les dispositions, etc. ; faire cesser (une guerre, une inimitié, etc.).
Étymologie: κατά, ἀλλάσσω.
Spanish
English (Strong)
from κατά and ἀλλάσσω; to change mutually, i.e. (figuratively) to compound a difference: reconcile.
English (Thayer)
1st aorist participle καταλλαξας; 2nd aorist passive κατηλλάγην; properly, to change, exchange, as coins for others of equal value; hence, to reconcile (those who are at variance): τινας, as τούς Θηβαιους καί τούς Πλαταιεας, Herodotus 6,108; κατηλλαξαν σφεας οἱ Παριοι, 5,29; Aristotle, oecon. 2,15, 9 (p. 1348b, 9) κατήλλαξεν αὐτούς πρός ἀλλήλους; passive τίνι, to return into favor with, be reconciled to, one, Euripides, Iph. Aul. 1157; Plato, rep. 8, p. 566e.; πρός ἀλλήλους, Thucydides 4,59; but the passive is used also where only one ceases to be angry with another and receives him into favor; thus καταλλαγεις, received by Cyrus into favor, Xenophon, an. 1,6, 1; καταλλάττεται πρός αὐτήν, regained her favor, Josephus, Antiquities 5,2, 8; and, on the other hand, God is said καταλλαγῆναι τίνι, with whom he ceases to be offended, to whom he grants his favor anew, whose sins he pardons, Josephus, Antiquities 6,7, 4cf. 7,8, 4 (so ἐπικαταλλάττεσθαι τίνι, Clement of Rome, 1 Corinthians 48,1 [ET]). In the N.T. God is said καταλλάσσειν ἑαυτῷ τινα, to receive one into his favor (A. V. reconcile one to himself), καταλλαγῆναι τῷ Θεῷ, to be restored to the favor of God, to recover God's favor, ἐχθρός, 2); καταλλάγητε τῷ Θεῷ, allow yourselves to be reconciled to God; do not oppose your return into his favor, but lay hold of that favor now offered you, καταλλαγήτω τῷ ἀνδρί, let her return into harmony with (A. V. be reconciled to) her husband, Romans, vol. i., p. 276ff (who shows (in opposition to Tittmann, N.T. Synonyms, 1:102, et al.) that καταλλάσσω and διαλλάσσω are used promiscuously; the prepositions merely intensify (in slightly different modes) the meaning of the simple verb, and there is no evidence that one compound is stronger than the other; διαλλάσσω and its derivatives are more common in Attic, καταλλάσσω and its derivatives in later writers. Compare: ἀποκαταλλάσσω.
Greek Monolingual
(AM καταλλάσσω)
συνδιαλλάσσω, συμφιλιώνω, συμβιβάζω
μσν.
μεταβάλλω
μσν.-αρχ.
ανταλλάσσω νομίσματα
αρχ.
ανταλλάσσω ένα πράγμα με κάτι άλλο
2. παθ. καταλλάσσομαι
έρχομαι σε συνδιαλλαγή, συμφιλιώνομαι.
Greek Monotonic
καταλλάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -άξω,
I. ανταλλάσσω νομίσματα, σε Πλούτ. κ.λπ.· το ίδιο και στη Μέσ., σε Δημ. — Μέσ., ανταλλάσσω κάτι με κάτι άλλο, σε Πλάτ.
II. μεταβάλλω, μετατρέπω κάποιον από εχθρό σε φίλο, συμφιλιώνομαι, σε Ηρόδ., Κ.Δ. — Μέσ., καταλλάσσεσθαι τὴν ἔχθρην τινί, παύω, σταματώ την έχθρα μου με κάποιον, σε Ηρόδ. — Παθ., ιδίως, σε αόρ. αʹ κατηλλάχθην ή αόρ. βʹ κατηλλάγην [ᾰ], συμφιλιώθηκα, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
καταλλάσσω: атт. καταλλάττω (aor. 1 pass. κατηλλάχθην, aor. 2 pass. κατηλλάγην)
1 тж. med. (о деньгах) обменивать (τὸ λοιπὸν χρυσίον Plut.; med. τὸ χρυσίον ἐπὶ ταῖς τραπέζαις Dem.);
2 обменивать, менять: καταλλάττεσθαί τι πρός τι Plat., Arst. или ἀντί τινος Plat. менять что-л. на что-л.; τὸν βίον πρὸς μικρὰ κέρδη καταλλάττεσθαι Arst. рисковать жизнью из-за пустяковых выгод;
3 примирять, мирить (σφέας Her.; αὐτους πρὸς ἀλλήλους Arst.; τινὰ ἑαυτῷ NT): καταλλαχθῆναί τινι χόλου Soph. примириться с кем-л.;
4 (о враждебных чувствах и действиях), оставлять, прекращать, (τὰς ἔχθρας καὶ τοὺς πολέμους, τὴν ἔχθρην τινί Her.).
Middle Liddell
Attic -ττω fut. άξω
I. to change money, Plut., etc.; and so in Mid., Dem.:—Mid. to exchange one thing for another Plat.
II. to change a person from enmity to friendship, reconcile, Hdt., NTest.:— Mid., καταλλάσσεσθαι τὴν ἔχθρην τινί to make up one's enmity with any one, Hdt.:—Pass., especially in aor1 κατηλλάχθην or aor2 κατηλλάγην [ᾰ], to become reconciled, Soph., Eur., etc.
Chinese
原文音譯:katall£ssw 卡特阿拉所
詞類次數:動詞(6)
原文字根:向下-變更
字義溯源:互相變更,復和,和好;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἀλλάσσω)=改變)組成;而 (ἀλλάσσω)出自(ἄλλος)*=別的)。和好,復和,這字是新約壹個重要的詞,保羅用來描述神在基督裏所完成的各樣工作之一。使人感到希奇的,就是新約其他的著作者都沒有使用這詞。人有了罪,就與神為敵。人沒有能力與地位與神復和,乃是神的憐憫,藉著神兒子的死,使人得與神和好( 羅5:11)。參讀 (ἀποκαθιστάνω / ἀποκαθίστημι)同義字
同源字:1) (ἀλλάσσω)作成不同,改變 2) (καταλλαγή)交換,和好 3) (καταλλάσσω)互相變更,復和
出現次數:總共(6);羅(2);林前(1);林後(3)
譯字彙編:
1) 和好(3) 羅5:10; 林後5:19; 林後5:20;
2) 使⋯和好(1) 林後5:18;
3) 既已和好(1) 羅5:10;
4) 復和(1) 林前7:11
Léxico de magia
reconciliar ref. a la Mirra personif. σὺ εἶ ἡ Ζμύρνα, ἡ πικρά, ἡ χαλεπή, ἡ καταλλάσσουσα τοὺς μαχομένους tú eres la Mirra, la amarga, la dura, la que reconcilia a los que luchan P IV 1499
Lexicon Thucydideum
in gratiam redire, to become reconciled, 4.59.4, 4.61.2, 6.89.2.