примирять
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
Russian > Greek
διαλλάσσω, συναλλάσσω, συνδιαλύω, συμβιβάζω, καταδιαλλάσσω, καταλαμβάνω, καταλλάσσω, διαλύω