навлекать на себя: Difference between revisions
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(4) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[προσοφλισκάνω]], [[ἀλφάνω]], [[προσεπιδράσσομαι]], [[προσεπιδράττομαι]], [[ἐξανάπτω]], [[ἐπισπάω]] | |rueltext=[[ὀφλισκάνω]], [[κτάομαι]], [[καρπόω]], [[προσοφλισκάνω]], [[ἀλφάνω]], [[προσεπιδράσσομαι]], [[προσεπιδράττομαι]], [[ἐξανάπτω]], [[ἐπισπάω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:40, 15 October 2019
Russian > Greek
ὀφλισκάνω, κτάομαι, καρπόω, προσοφλισκάνω, ἀλφάνω, προσεπιδράσσομαι, προσεπιδράττομαι, ἐξανάπτω, ἐπισπάω