ἐξανάπτω

From LSJ

φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι → wherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξανάπτω Medium diacritics: ἐξανάπτω Low diacritics: εξανάπτω Capitals: ΕΞΑΝΑΠΤΩ
Transliteration A: exanáptō Transliteration B: exanaptō Transliteration C: eksanapto Beta Code: e)cana/ptw

English (LSJ)

A hang from or hang by, τί τινος E.IT1351, cf. 1408:—Med., ἐξανάπτομαι = attach to oneself, δύσκλειαν Id.Or.829 (lyr.).
II kindle, πυρσὸν τοῖς νέοις AP5 Prooemia (Cephalas); σβεννυμένην φύσιν Plu.2.752a.

Spanish (DGE)

I 1colgar de c. ac. y gen. οἱ δ' ἐπωτίδων ἄγκυραν ἐξανῆπτον E.IT 1351, cf. 1408.
2 en v. med. colgarse uno mismo, fig. acarrearse, echarse encima μὴ ... ἐξανάψῃ δύσκλειαν ἐς αἰεί E.Or.829.
II encender, inflamar σβεννυμένην ἡμῶν τὴν φύσιν ... ἐξανάπτοντα Plu.2.752a.

German (Pape)

[Seite 868] 1) daran anhängen, anknüpfen; ἐπωτίδων ἄγκυραν ἐξανῆπτον Eur. I. T. 1350; im med., μὴ ἐξανάψῃ δύσκλειαν, sich üblen Ruf zuziehen, Or. 826. – 2) Bei Plut. amat. 5, τὴν σβεννυμένην φύσιν, wieder anzünden, wie πυρσὸν οὗτος ἐξανάπτει τοῖς λόγοις Ep. ad. 1 (V, 1).

French (Bailly abrégé)

1suspendre à : τί τινος une chose à une autre.
Étymologie: ἐξ, ἀνάπτω¹.
2rallumer.
Étymologie: ἐξ, ἀνάπτω².

Russian (Dvoretsky)

ἐξανάπτω:
I
1 подвешивать (ἄγκυραν ἐπωτίδων Eur.);
2 med. навлекать на себя (δύσκλειαν ἐς ἀεί Eur.).
II снова разжигать (τὴν σβεννυμένην φύσιν Plut.; πυρσὸν τοῖς λόγοις Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανάπτω: μέλλ. -ψω, ἐξαρτῶ, κρεμῶ τι ἔκ τινος, οἱ δ’ ἐπωτίδων ἄγκυραν ἐξανῆπτον, ἀντὶ ἀνῆπτον ἄγκυραν ἐξ ἐπωτίδων, Εὐρ. Ι. Τ. 1351, πρβλ. 1408: ― Μέσ., προσάπτω εἰς ἐμαυτόν, δύσκλειαν ὁ αὐτ. Ὀρ. 829. ΙΙ. ἐκ νέου ἀνάπτω, πυρσὸν λόγοις Ἀνθ. Π. 5. 1, πρβλ. Πλούτ. 2. 752Α.

Greek Monolingual

και ξανάβω και ξανάφτω (AM έξανάπτω)
1. ανάβω ζωηρή φλόγα, φουντώνω («ἧς δὴ μελείης καὶ πῡρ... ἐξανάπτεται», Ευστ.)
2. μτφ. (για πάθος) ερεθίζω, φουντώνω, φλογίζω την ψυχή
3. αναζωπυρώνω, αναζωογονώ
4. παθ. γίνομαι ζωηρός, παράφορος, φλογερός
αρχ.
1. αναρτώ, κρεμώ κάτι από κάπου («ἄγκυραν ἐξανῆπτον», Ευρ.)
2. προσάπτω κάτι στον εαυτό μου («μὴ ἐξανάψῃ δύσκλειαν ἐς ἀεί», Ευρ.).

Greek Monotonic

ἐξανάπτω: μέλ. -ψω,
I. κρεμώ από ή πάνω σε κάτι, με γεν., σε Ευρ. — Μέσ., συνδέομαι, προσαρτούμαι σε κάτι, τι, στον ίδ.
II. ξανανάβω, αναζωπυρώνω, σε Ανθ.

Middle Liddell

fut. ψω
I. to hang from or by a thing, c. gen., Eur.:—Mid. to attach to oneself, τι Eur.
II. to rekindle, Anth.