ἐπισπάω
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
English (LSJ)
A draw or drag after one, Hdt.2.121.δ; ἦγ' ἐπισπάσας κόμης by the hair, E.Hel.116, cf. Tr.882, Andr.710:—Med., X.An.4.7.14:—Pass., ἐπισπασθῆναι τῇ χειρί with the hand, Th.4.130.
2. metaph., bring on, cause, τοσόνδε πλῆθος πημάτων A.Pers.477.
3. pull to, τὴν θύραν X.HG6.4.36; cf. ἐπισπαστήρ: ἐπισπασθέντος τοῦ βρόχου being drawn tight, D.24.139.
4. attract, gain, win, πέποιθα τοῦτ' ἐπισπάσειν κλέος S.Aj.769:—freq. in Med., ἐπισπᾶσθαι κέρδος Hdt.3.72; εὔνοιαν Plb.3.98.9; χάριν SIG685.40 (Magn. Mae., ii B.C.); ἔχθραν AP11.340 (Pall.); welcome, Ph.1.384; ἐπισπᾶσθαι πώγωνα get one a beard, Luc.JTr.16; induce, ὕπνον ἐκπώμασιν Lib.Or.56.26; attract, σίδηρον Phld.Sign.1.
5. draw on, allure, persuade, τὴν ψυχήν Pl.Cra.420a:—Med., ὁ λόγος.. ἂν ἐπισπάσαιτο Th.3.44, cf. 5.111; ἐ. ἡ πέρδιξ [τὸν θηρεύοντα] Arist.HA613b19; θάτερον παρεμπῖπτον ἐπεσπάσατο.. τὸ ἕτερον ἐπινόημα induced, provoked, Epicur.Nat.137 G.: c.inf., induce to do, ἐπισπάσασθαι [ἂν] αὐτοὺς ἡγεῖτο προθυμήσεσθαι he thought it would induce, invite them to make the venture, dub. l. in Th.4.9; ἐπισπᾶσθαί τινα ἐμπλησθῆναι δακρύων τὰ ὄμματα X.Cyr.5.5.10; ἐ. τοὺσπολεμίους ἐφ' ἑαυτόν Plu.Phil. 18, cf. Mar.11, 21, 26; but τοὺς πολεμίους εἰς τόπους allure, entice, Plb. 3.110.2, etc.:—Pass., ἐπισπώμενον εἰς τἀναντία πολλάκις ἅμα though often he is being drawn in opposite directions at once, Pl.Lg.863e; φοβοῦμαι μὴ πάντες.. ἐπισπασθῶσιν πέρα τοῦ συμφέροντος [πολεμῆσαι] D. 5.19; πολύ τι μᾶλλον ἐπεσπάσμεθα OGI223.18 (iii B.C.); ἐπεσπάσθην φιλονεικεῖν Demetr.Lac.Herc.1055.23F.
6. Med., absorb, τὰ σιτία -σπᾶται τὴν ὑγρότητα Arist.Pr.868b30; τὰ ἐριναστὰ [σῦκα] ἐ. τὸν ὀπόν Thphr. CP 2.9.12; quaff, of a drinker, ἀπνευστὶ ἐ. Gal.15.500, cf. Luc. DDeor.5.4; of infants, suck, γάλα Sor.1.88; of cupping instruments, Hp.VM22; draw in, πνεῦμα Phld.D.3.13:—Pass., of air, to be sucked in, Arist.Pr.931b22.
7. Med., draw in, call in, Πύρρον Plb.1.6.5; φυλακὴν καὶ βοήθειαν παρά τινος ib.7.6; μάρτυρας -ᾶται τοὺς μουσικούς Phld.Po.5.1425.8:—Pass., to be called in, be forced to work, εἴς τι PTeb. 27.4 (ii B.C.).
8. in Pass., of the sea, ἐπισπωμένη βιαιότερον returning with a rush after having retired, Th.3.89.
II. overturn: hence proverb., ὅλην τὴν ἅμαξαν ἐπεσπάσω you have 'upset the apple-cart', Luc.Pseudol.32.
III. Med., draw the prepuce forward, become as if uncircumcised, μὴ ἐπισπάσθω 1 Ep.Cor.7.18; of the nurse, ἐπισπάσθω τὴν ἀκροποσθίαν Sor.1.113.
German (Pape)
[Seite 981] (s. σπάω), herbeiziehen, zuziehen, dah. auch veranlassen, πλῆθος πημάτων Aesch. Pers. 469; πέποιθα τοῦτ' ἐπισπάσειν κλέος, mir diesen Ruhm zu erwerben, Soph. Ai. 756; eigtl., Μενέλαος αὐτὴν ἦγ' ἐπισπάσας κόμης, an den Haaren herbeischleppen, Eur. Hel. 116, wie Tr. 882; ἐπισπάσαντα τῶν ἀσκῶν δύο ἢ τρεῖς ποδεῶνας αὐτὸν λύειν Her. 2, 4; ἐπισπασθέντος ὑπ' αὐτοῦ τῇ χειρί Thuc. 4, 130; θάλασσα ἐπισπωμένη βιαιότερον 3, 89 erkl. der Schol. ἐπελθοῦσα μετὰ μεί. ζονος ὁρμῆς; – τὴν θύραν Xen. Hell. 6, 4, 36; auch τὴν ψυχήν, Plat. Crat. 420 a; τέθνηκεν ἐπισπασθέντος τοῦ βρόχου, nachdem die Schlinge zugezogen, Dem. 24, 139. – Med. an sich ziehen, εἰς τὴν αὑτοῦ βούλησιν ἕκαστον Plat. Legg. IX, 863 e; Xen. An. 4, 7, 14; oft Pol. u. Sp.; anlocken, ἐραστήν Luc.; sich verschaffen, κέρδος Her. 3, 72; ἔχθραν, sich Feindschaft zuziehen, Pallad. (XI, 340); τύμβον Antiphil. 22 (IX, 86); πώγωνα, sich den Bart herabhängen lassen, Luc. Iup. trag. 16. – Auch τὸν Κῦρον ἐπεσπάσατο ἐμπλησθῆναι δακρύων τὰ ὄμματα, bewog ihn dazu, Xen. Cyr. 5, 5, 10; ἐπισπάσασθαι αὐτοὺς ἡγεῖτο προθυμήσεσθαι, er meinte, sie würden bereit sein, sich dahin locken zu lassen, Thuc. 4, 9, vgl. 5, 111; pass., μὴ ἐπισπασθῶσιν ἡμῖν πολεμῆσαι, dazu hingerissen werden, Dem. 5, 19.
French (Bailly abrégé)
ἐπισπῶ :
tirer, attirer : τι qch ; τινα χειρί THC tirer qqn par la main ; fig. πλῆθος πημάτων ESCHL attirer ou amener une foule de maux ; fig. attirer à soi : κλέος SOPH s'attirer ou obtenir de la gloire;
Moy. ἐπισπάομαι, ἐπισπῶμαι tr. ;
1 étirer, allonger ; laisser croître : πώγωνα LUC sa barbe;
2 attirer à soi : κέρδος HDT se procurer un gain;
3 amener à : τινα avec l'inf. amener qqn à, etc.
4 tirer sens dessus dessous, renverser.
Étymologie: ἐπί, σπάω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισπάω:
1 тянуть, тащить, влечь (τινα κόμης Eur.; ἐπισπασθεὶς τῇ χειρί Thuc.; med. τινα Xen.): θάλασσα ἐπισπωμένη Thuc. отброшенные (подземным толчком) морские волны;
2 стягивать, затягивать: τέθνηκεν ἐπισπασθέντος τοῦ βρόχου Dem. он умер, удавленный петлей;
3 med. притягивать к себе (νόσον Arst.);
4 med. втягивать в себя (ὑγρότητα Arst.);
5 преимущ. med. привлекать, манить (ψυχήν Plat.; med.: τινα Arst.; ἐραστήν Luc.);
6 med. отпускать, отращивать себе (πώγωνα Luc.);
7 плотно притворять, затворять (θύραν Xen.);
8 навлекать (τοσόνδε πλῆθος πημάτων Aesch.); преимущ. med. навлекать на себя (βαρυτάτην ζημίαν Plat. ap. Plut.; ἔχθραν Anth.): αὐτοφόνον τύμβον ἐ. Anth. покончить жизнь самоубийством;
9 снискивать, приобретать, стяжать (κλέος Soph.; med. εὔνοιαν Polyb.);
10 med. извлекать (κέρδος Her.);
11 med. опрокидывать (ἅμαξαν Luc.);
12 med. увлекать, вовлекать (τινα εἰς αὑτοῦ βούλησιν Plat.; τινα ξυμφοραῖς ἑκόντας περιπεσεῖν Thuc.): ἐ. τινα ἐμπλησθῆναι δακρύων τὰ ὄμματα Xen. вызвать у кого-л. слезы на глазах; pass. быть вовлекаемым (πολεμῆσαί τινι Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισπάω: μέλλ. -σπάσω ᾰ: ἕλκω, σύρω κατόπιν μου, Ἡρόδ. 2. 121, 4· καὶ ἐν τῷ Μέσῳ, Ξεν. Ἀν. 4. 7, 14· ἦγ’ ἐπισπάσας κόμης, ἐκ τῆς κόμης, Εὐρ. Ἑλ. 116, πρβλ. Τρῳ. 882, Ἀνδρ. 711· ἐπισπασθῆναι τῇ χειρὶ Θουκ. 4. 130· ― μεταφ., ἐπιφέρω, προξενῶ, τοσόνδε πλῆθος πημάτων Αἰσχύλ. Πέρσ. 477. 2) ἕλκω πρὸς τὰ ἔξω, κλείω, ἐπισπάσασα τὴν θύραν εἴχετο τοῦ ῥόπτρου Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 36, πρβλ. ἐπισπαστήρ· ἐπισπασθέντος τοῦ βρόχου, ἑλκυθέντος, σφιγχθέντος, Δημ. 744. 9. 3) ἐφελκύω πρὸς ἐμαυτόν, κερδαίνω, ἐγὼ δὲ καὶ δίχα κείνων πέποιθα ταῦτ’ ἐπισπάσειν κλέος Σοφ. Αἴ. 769: ― συχν. ἐν τῷ Μέσ., ἐπισπᾶσθαι κέρδος Ἡρόδ. 3. 72· εὔνοιαν Πολύβ. 3. 98, 9· ἔχθραν Ἀνθ. Π. 11. 340· πώγωνα ἐπισπασάμενος, κτησάμενος, Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 16. 4) ἐφελκύω, θέλγω, καταπείθω, τὴν ψυχὴν Πλάτ. Κρατ. 420Α· οὕτως ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, ὁ λόγος... ἂν ἐπισπάσαιτο Θουκ. 3. 44, πρβλ. 5. 111· ἐπισπᾶσθαί τινα εἰς ἑαυτοῦ βούλησιν Πλάτ. Νόμ. 863Ε· ἐπ. ὁ πέρδιξ τὸν θηρεύοντα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 8, 3: ― μετ’ ἀπαρ., παρακινῶ νὰ πράξῃ τίς τι, ἐπισπάσεσθαι αὐτοὺς ἡγεῖτο προθυμήσεσθαι, ἐνόμισεν ὅτι τοῦτο θὰ παρεκίνει, θὰ εἵλκυεν αὐτοὺς ὥστε νὰ ἀποτολμήσωσι, Θουκ. 4. 9· ἐπισπᾶσθαί τινα ἐμπλησθῆναι δακρύων τὰ ὄμματα Ξεν. Κύρ. 5. 5, 10· ― ἐπ. τοὺς πολεμίους ἐφ’ ἑαυτὸν Πλουτ. Φιλοπ. 18, πρβλ. Μάρ. 11. 21, 26, Πολύβ. 3. 110, 2, κτλ. ― Παθ., φοβοῦμαι μὴ πάντες... ἐπισπασθῶσιν... πολεμῆσαι Δημ. 62. 5. 5) Μεσ., ἀπορροφῶ τροφήν, ἐπὶ φυτῶν, Ἀριστ. Προβλ. 2, 25, κ. ἀλλ., Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 9, 12, κ. ἀλλ.· καταρροφῶ, ἐπὶ τοῦ πίνοντός τι, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 5. 4. 6) Μεσ. ὡσαύτως, προσκαλῶ, Πύρρον Πολύβ. 1. 6, 5· φυλακὴν καὶ βοήθειαν παρά τινος αὐτόθι 7. 6. 7) ἐν τῷ Παθ., ἐπὶ τῆς θαλάσσης, καὶ ἐξαπίνης πάλιν ἐπισπωμένης βιαιότερον τὴν ἐπίκλυσιν ποιεῖν, ἐπανερχομένης, Θουκ. 3. 89. ΙΙ. ἀνατρέπω, ἐντεῦθεν παροιμ., ὅλην τὴν ἅμαξαν ἐπισπάσω, Λατ. plaustrum percutisti, Λουκ. Ψευδολογιστ. 32. ΙΙΙ. ἐν τῷ Μέσ., ἕλκω τὴν ἀκροβυστίαν πρὸς τὰ κάτω, προσπαθῶ νὰ γείνω ὡς ἀπερίτμητος, περιτετμημένος τις ἐκλήθη; μὴ ἐπισπάσθω Α΄ Ἐπιστ. π. Κορινθ. ζ΄, 18, πρβλ. Α΄ Μακκ. Α΄, 15, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 5, 1.
English (Thayer)
(ἐπισπείρω) 1st aorist ἐπεσπειρα; to sow above or besides: L T Tr WH. (Herodotus, Theophrastus, (others).)
Greek Monotonic
ἐπισπάω: μέλ. -σπάσω [ᾰ],·
I. 1. έλκω ή σύρω κατόπιν μου, σε Ηρόδ.· στη Μέσ., σε Ξεν.· ἐπισπάσας κόμης, απ' τα μαλλιά, τραβώντάς την από τα μαλλιά, σε Ευρ.· μεταφ., επιφέρω, προξενώ, πλῆθος πημάτων, σε Αισχύλ.
2. σύρω, τραβώ, κλείνω, τὴν θύραν, σε Ξεν.· ἐπισπασθέντος τοῦ βρόχου, βρόχος, θηλειά που τραβήχτηκε σφιχτά, σε Δημ.
3. έλκω, τραβώ, προσελκύω, αποκτώ, κατακτώ, κερδίζω (την εύνοια κ.λπ.), σε Σοφ.· ομοίως, στη Μέσ., ἐπισπᾶσθαι κέρδος, σε Ηρόδ.
4. στη Μέσ., παρασύρω κάποιον να κάνει κάτι, θέλγω, γοητεύω, σαγηνεύω, πείθω, σε Θουκ.· με απαρ., ἐπισπάσεσθαι (ἂν) αὐτοὺς ἡγεῖτο προθυμήσεσθαι, νόμισε ότι αυτό θα τους παρότρυνε να αποτολμήσουν, στον ίδ. — Παθ., φοβοῦμαι μή πάντες ἐπισπασθῶσιν πολεμῆσαι, σε Δημ.
5. Παθ., λέγεται για τη θάλασσα, ἐπισπωμένη, αυτή που επιστρέφει, που επανέρχεται με ορμή, σε Θουκ.
II. στη Μέσ., γίνομαι απερίτμητος, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
fut. -σπάσω
I. to draw or drag after one, Hdt.; and in Mid., Xen.; ἐπισπάσας κόμης by the hair, having dragged her by the hair, Eur.:—metaph. to bring on, cause, πλῆθος πημάτων Aesch.
2. to pull to, τὴν θύραν Xen.; ἐπισπασθέντος τοῦ βρόχου the noose being drawn tight, Dem.
3. to attract, gain, win, Soph.:—so in Mid., ἐπισπᾶσθαι κέρδος Hdt.
4. in Mid. to draw on, allure, persuade, Thuc.: —c. inf., ἐπισπάσασθαι [ἂν] αὐτοὺς ἡγεῖτο προθυμήσεσθαι he thought it would induce them to make the venture, Thuc.:—Pass., φοβοῦμαι μὴ πάντες ἐπισπασθῶσιν πολεμῆσαι Dem.
5. Pass., of the sea, ἐπισπωμένη returning with a rush, Thuc.
II. in Mid. to become uncircumcised, NTest.
Greek Monolingual
ἐπισπῶ, ἐπισπάω (AM)
1. σέρνω προς το μέρος μου
2. παίρνω με το μέρος μου, κερδίζω («πέποιθα τοῦτ’ ἐπισπάσειν κλέος», Σοφ.)
αρχ.
1. σέρνω προς τα έξω, κλείνω («ἐπισπάσασα τὴν θύραν εἴχετο τοῦ ῥόπτρου», Ξεν.)
2. σφίγγω («ἐπισπασθέντος τοῦ βρόχου τέθνηκεν», Δημοσθ.)
3. (για γένι) αφήνω να μακρύνει
4. θέλγω, πείθω («καὶ οὔτω δὴ ἐπισπᾷ σφόδρα τὴν ψυχήν», Πλάτ.)
5. παρακινώ, προτρέπω («ἐπισπάσασθαι αὐτούς ἡγεῖτο προθυμήσεσθαι», Θουκ.)
6. πίνω, ρουφώ
7. (για βρέφη) θηλάζω
8. καλώ, προσκαλώ («ἐπισπασαμένων Πύρρον», Πολ.)
9. ανατρέπω
10. τραβώ τήν άκροβυστία προς τα κάτω για να φαίνεται οτι δεν έχω περιτομή
11. επιφέρω, προξενώ («τοσόνδε πλῆθος πημάτων ἐπέσπασεν», Αισχύλ.)
12. μέσ. ἐπισπῶμαι, -άομαι
α) προκαλώ («ἐπεσπάσατο... τὸ ἕτερον ἐπινόημα»)
β) απορροφώ, απομυζώ
13. παθ. α) καλούμαι για εργασία
β) (για τη θάλασσα) επιστρέφω («ἐξαπίνης πάλιν ἐπισπωμένης», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σπω «τραβώ, σύρω»].
Lexicon Thucydideum
attrahere, adducere, allicere, to draw to, entice, 3.44.4, 4.9.2, [ubi passive dictum volunt, where they wish it said passively pati se trahi et duci aliquo, to allow oneself to be drawn and led somewhere]. 5.111.3,
PASS. pertrahi, to be drawn over, 4.130.4,
rursus invehi, to sail in again, 3.89.5.
Translations
persuade
Arabic: أَقْنَعَ; Armenian: հորդորել; Azerbaijani: inandırmaq, razılaşdırmaq; Belarusian: запэўніваць, запэўніць; Bulgarian: убеждавам, убедя; Catalan: persuadir; Chinese Mandarin: 說服/说服, 勸說/劝说, 相勸/相劝, 勸/劝; Czech: přesvědčit; Danish: overbevise, overtale; Dutch: overtuigen, overhalen, overreden, persuaderen; Esperanto: konvinki, persvadi; Estonian: veenma, keelitama; Finnish: taivuttaa, vakuuttaa; French: persuader, convaincre; German: überreden, gewinnen, verführen, bestechen, dazu bringen; Gothic: 𐌲𐌰𐍆𐌿𐌻𐌻𐌰𐍅𐌴𐌹𐍃𐌾𐌰𐌽; Greek: πείθω; Ancient Greek: ἀγαπάω, ἀγαπέω, ἀγαπῶ, ἀμπείθω, ἀναγιγνώσκω, ἀναγινώσκω, ἀναπείθειν, ἀναπείθω, ἐάω, ἐκπείθω, ἐπαείρω, ἐπαίρω, ἐπισπάω, ἐπισπῶ, καταπείθω, παραίφημι, παραναπείθω, παράφημι, πάρφαμι, πάρφημι, πείθειν, πείθω, προάγω, προσβιβάζω, προτρέπω, συμπείθω, ψυχαγωγέω, ψυχαγωγῶ; Hebrew: שִׁכְנֵעַ; Hungarian: rábeszél, meggyőz, rávesz; Hunsrik: përsuatiere; Italian: persuadere, convincere; Japanese: 説得する, 説く; Khmer: បញ្ជោក; Korean: 설득하다; Lao: ຊັກຊວນ; Latin: persuadeo, exoro; Latvian: pārliecināt, pierunāt; Lithuanian: įtikinti, įkalbėti; Macedonian: убедува, убеди; Malayalam: അനുനയിപ്പിക്കുക; Maori: whakapakepake; Norwegian Bokmål: overtale, overbevise; Persian: متقاعد کردن; Polish: przekonywać, przekonać; Portuguese: persuadir; Romanian: convinge, persuada; Russian: убеждать, убедить, уговаривать, уговорить; Scottish Gaelic: iompaich; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀верити, у̀вјерити, убедити, убиједити; Roman: ùveriti, ùvjeriti, ubéditi, ubijéditi; Slovak: presvedčiť; Slovene: prepričevati, prepríčati; Spanish: persuadir; Swedish: övertyga, övertala; Thai: ชักชวน, โน้มน้าว; Turkish: ikna etmek, razı etmek; Ukrainian: переконувати, переконати; Vietnamese: thuyết phục; Welsh: perswadio