утолять: Difference between revisions
From LSJ
ἐν τῷ διὰ τῆς κατασκευῆς παρεπιφαινομένῳ περίττῳ → through some excess thing which results through poetic elaboration
(7) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀποθεραπεύω]], [[ἀκέομαι]], [[ἀποπίμπλημι]], [[εὐνάω]], [[ἐξιάομαι]], [[ἀποπροφεύγω]], [[παρακατέχω]], [[μειλίσσω]], [[μειλίττω]] | |rueltext=[[κουφίζω]], [[ἀφίημι]], [[ἀποθεραπεύω]], [[ἀκέομαι]], [[ἀποπίμπλημι]], [[εὐνάω]], [[ἐξιάομαι]], [[ἀποπροφεύγω]], [[παρακατέχω]], [[μειλίσσω]], [[μειλίττω]], [[λύω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:45, 15 October 2019
Russian > Greek
κουφίζω, ἀφίημι, ἀποθεραπεύω, ἀκέομαι, ἀποπίμπλημι, εὐνάω, ἐξιάομαι, ἀποπροφεύγω, παρακατέχω, μειλίσσω, μειλίττω, λύω