ἀποθεραπεύω

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποθερᾰπεύω Medium diacritics: ἀποθεραπεύω Low diacritics: αποθεραπεύω Capitals: ΑΠΟΘΕΡΑΠΕΥΩ
Transliteration A: apotherapeúō Transliteration B: apotherapeuō Transliteration C: apotherapeyo Beta Code: a)poqerapeu/w

English (LSJ)

A treat with attention and honour, D.H.3.71, Phld.Herc.1457.11, etc.
2 cure, τινά Hp.Praec.5; τὸ ἀλγοῦν τινι Plu.2.118c; apply ἀποθεραπεία to, τὰ μέρη Antyll. ap. Orib.7.16.10, Gal.6.201 (Pass.).

Spanish (DGE)

I honrar αὐτὸν τὸν Νέβιον D.H.3.71, cf. Phld.Vit.11B.
II medic.
1 curar τὸν νοσέοντα Hp.Praec.5, νοῦσον Hp.Ep.11, τὸ ἀλγοῦν Plu.2.118c, τὸν παῖδα Pall.H.Laus.17.13
fig. τὴν τῶν ἡμετέρων ἀδελφῶν ὑπόνοιαν Eus.Marcell.2.4
aliviar en v. pas. ἀποθεραπευθεὶς τῆς λύπης Aesop.23.2.
2 aplicar un tratamiento de recuperación después de un ejercicio físico τὰ μέρη Antyll. en Orib.7.16.10, cf. en v. pas. Gal.6.201.

German (Pape)

[Seite 303] pflegen, Dion. Hal. 3, 71; heilen, Plut.; bes. eine Nachkur (ἀποθεραπεία) brauchen, Medic.

French (Bailly abrégé)

secourir.
Étymologie: ἀπό, θεραπεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποθερᾰπεύω: исцелять, утолять (τὸ ἀλγοῦν τῆς ψυχης Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποθερᾰπεύω: θεραπεύω τινά, περιποιοῦμαι ἀυτὸν μετ’ ἐνδείξεων σεβασμοῦ, Διον. Ἁλ. 3. 71, κτλ. 2) θεραπεύω ἰατρικῶς, ὑποβάλλω εἰς θεραπείαν, τινὰ Ἱππ. 26. 52· τὸ ἀλγοῦν τινι Πλούτ. 2. 118C· ἐφαρμόζω ἀποθεραπείαν (ΙΙ.), Ἄντυλλ. ἐν Matthaei Μed.141, Γαλην.

Greek Monolingual

ἀποθεραπεύω)
1. θεραπεύω εντελώς, ολοκληρώνω τη θεραπεία
2. ανακουφίζω, παρηγορώ κάποιον
αρχ.
περιποιούμαι κάποιον.