рушиться: Difference between revisions
From LSJ
πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care
(6) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[συμπίπτω]], [[πίπτω]], [[καταδουπέω]], [[κατερείπω]], [[κατερειπόω]], [[ὑπερείπω]] | |rueltext=[[κατέρχομαι]], [[ἠμύω]], [[καταρρέω]], [[συμπίπτω]], [[πίπτω]], [[καταδουπέω]], [[κατερείπω]], [[κατερειπόω]], [[ὑπερείπω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:45, 15 October 2019
Russian > Greek
κατέρχομαι, ἠμύω, καταρρέω, συμπίπτω, πίπτω, καταδουπέω, κατερείπω, κατερειπόω, ὑπερείπω