выбрасывать: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(1) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀναρριπτέω]], [[ἀναρρίπτω]], [[βράσσω]], [[βράττω]], [[ἀπακοντίζω]], [[προσαναβάλλω]], [[ἐκβάλλω]], [[συνεκδίδωμι]], [[πτύω]], [[ἀναδίδωμι]], [[ἀνδίδωμι]], [[ἐκρίπτω]] | |rueltext=[[ἀναρριπτέω]], [[ἀναρρίπτω]], [[βράσσω]], [[βράττω]], [[ἀπακοντίζω]], [[προσαναβάλλω]], [[ἐκβάλλω]], [[συνεκδίδωμι]], [[πτύω]], [[ἀναδίδωμι]], [[ἀνδίδωμι]], [[ἐκρίπτω]], [[διορίζω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:20, 18 October 2019
Russian > Greek
ἀναρριπτέω, ἀναρρίπτω, βράσσω, βράττω, ἀπακοντίζω, προσαναβάλλω, ἐκβάλλω, συνεκδίδωμι, πτύω, ἀναδίδωμι, ἀνδίδωμι, ἐκρίπτω, διορίζω