ἀνδίδωμι

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

Greek Monotonic

ἀνδίδωμι: ποιητ. αντί ἀναδίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδίδωμι: поэт. = ἀναδίδωμι.