отходить: Difference between revisions
From LSJ
ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ὑπονοστέω]] | |rueltext=[[ὑπονοστέω]], [[ἀναχωρέω]], [[ἀναχάζω]], [[ἀγχάζω]], [[χάζω]], [[εἴκω]], [[ὑπείκω]], [[ὑποείκω]], [[ἀποχάζομαι]], [[ὑποχωρέω]], [[ἐξαναχωρέω]], [[ὑποστέλλω]], [[ὑπαποκινέω]], [[ὑποφεύγω]], [[ἀπερωέω]], [[ἀποχωρέω]], [[παροίχομαι]], [[παραλλάσσω]], [[ὑπέρχομαι]], [[ἀπαίρω]], [[ἀναλύω]], [[ἀφίστημι]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:05, 18 October 2019
Russian > Greek
ὑπονοστέω, ἀναχωρέω, ἀναχάζω, ἀγχάζω, χάζω, εἴκω, ὑπείκω, ὑποείκω, ἀποχάζομαι, ὑποχωρέω, ἐξαναχωρέω, ὑποστέλλω, ὑπαποκινέω, ὑποφεύγω, ἀπερωέω, ἀποχωρέω, παροίχομαι, παραλλάσσω, ὑπέρχομαι, ἀπαίρω, ἀναλύω, ἀφίστημι