ὑποστέλλω

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποστέλλω Medium diacritics: ὑποστέλλω Low diacritics: υποστέλλω Capitals: ΥΠΟΣΤΕΛΛΩ
Transliteration A: hypostéllō Transliteration B: hypostellō Transliteration C: ypostello Beta Code: u(poste/llw

English (LSJ)

A draw in, contract, ὑπέστειλ' ἱστίον made him furl his sail, Pi.I.2.40, cf. Arist.Mech.851b10 (Med.); ὑποστέλλομαι τὴν οὐράν = tuck down the tail, of dogs, Ammon.Diff.p.27 V.; τοῖς δακτύλοις ὑπεσταλμένοις with closed fingers, Aristaenet.1.10; γαστὴρ ὑπεσταλμένη Philostr. Gym.34.
2 reduce, in Pass., to be reduced, ὑποστέλλεται τὸ πλῆθος (sc. τῆς καθάρσεως) Sor.1.22; to be limited, τῷ λεχθέντι ἀριθμῷ Ph.1.29.
3 draw back for shelter, ὑπὸ βουνόν τινα τοὺς ἱππεῖς Plb.11.21.2, cf. Plu.Crass.23,26; ὑ. ἑαυτόν shelter oneself behind, τινι or ὑπό τι, Id.Arat.47, Plb.7.17.1; with ἑαυτόν omitted, Id.6.40.14, etc.: metaph., ἑαυτόν Ep.Gal.2.12, cf. Hld.7.26.
b cover, τᾷδ' ὑπεστάλη κόνει (in a dog's epitaph) PCair.Zen.532.24 (iii B. C.).
4 intr., to be reduced in size, Callix.1; to be subordinate, οὐδενὶ ἑτέρῳ S.E.M.8.32, cf. Ph.2.335,357.
5 draw back, φασὶ τοὺς θορυβώδεις καὶ προυνίκους ὑποστέλλειν αὐτοῦ τῇ παρόδῳ drew back to let him pass, D.L.4.6; of troops, ὑπεσταλκότες a little in the rear, Ael.Tact.19.7; ἔχειν ὑπεσταλκότας ταῖς ῥαξὶν τοὺς ὄνυχας have the nails not projecting beyond the fingertips, Sor.1.3, cf. 18.
6 take away, remove, in Pass., A.D. Adv.203.22; to be excepted, Id.Pron.30.8, al.
7 belong, c. dat., POxy.486.22 (ii A. D.), 1502v.3 (iii A. D.), PFlor.47.8,29 (iii A. D.); τῇ συγγραφοδιαθήκῃ POxy.1102.14 (ii A. D.); τῷ νυνὶ ἀμφοδογραμματεῖ, i.e. fall within his authority, ib.2131.13 (iii A. D.); to be subjected, ποιναῖς πρός τινος Lyd.Mag.3.70.
II in Med., place restrictions on oneself or another, reduce diet, Hp.Aph.1.11: c. gen., abstain from, τῆς τροφῆς Arist.Pr.864b36; ὀπώρας Aret.CA1.1.
2 avoid, χειμῶνα Hp.Aph.4.6; shrink from, οὐδένα.. κίνδυνον SIG 442.10 (Erythrae, iii B. C.), cf. IG12(8).53.6 (Imbros, ii B. C.); τι τῶν ἀγαθῶν πρὸς τὸ μὴ εἶναι αὐτῷ Arist.MM1208a1; ὁ μηδὲν ὑποστειλάμενος πρὸς ὕβριν one who has stuck at nothing, D.21.70.
3 shrink before, hold in undue awe, τὴν Δημάδου δύναμιν Din.1.11; οὐ γὰρ μὴ ὑποστείληταί σε LXX Ex.23.21, cf. De.1.17, Wi.6.7; ὑποστείλασθαί τι δεῖ πρὸς τὸν τοιοῦτον ὑμᾶς καὶ αἰσχυνθῆναι; need you hold back.. ? Din.3.13: abs., Ael.NA7.19; draw back, Ep.Hebr.10.38.
4 ὑποστέλλεσθαι λόγῳ place restrictions on oneself in speech, E.Or.607 (only here in Trag.); without λόγῳ, refrain from saying, οὐ μὴν οἶμαι δεῖν.. ὑποστείλασθαι περὶ ὧν ὑμῖν συμφέρειν ἡγοῦμαι D.1.16; οὐδὲν ὑπεστειλάμην τῶν συμφερόντων τοῦ μὴ ἀναγγεῖλαι ὑμῖν Act.Ap.20.20, cf. 27; οὔτε μέγα οὔτε μικρὸν ἀποκρυψάμενος.. οὐδ' ὑποστειλάμενος Pl.Ap.24a; οὐδὲν or μηδὲν ὑποστειλάμενος with no reserve, Isoc.6.89, 8.41, 9.39, D.4.51; make reservations, Phld.Rh.1.109, 110 S.; ὀμνύω μὴ ὑπεστάλθαι POxy.246.26 (i A. D.); περὶ τῶν μόσχων, .. οὗ ἕνεκεν ὑπεσταλμένοι εἰσίν dub. sens. in PCair.Zen.412.24 (iii B. C.).
5 = διαλανθάνω, delitesco, Glossaria; so perhaps in Gal.7.646.

French (Bailly abrégé)

f. ὑποστελῶ, ao. ὑπέστειλα, pf. ὑπέσταλκα;
1 tr. amener en arrière, ramener : στρατόν PLUT une armée ; ἑαυτόν τινι PLUT se retirer derrière qqn;
2 intr. se contraindre, cacher ses sentiments par crainte ou par respect;
Moy. ὑποστέλλομαι;
1 se retirer par crainte ou déférence : δύναμίν τινος DÉM reculer devant la puissance de qqn ; abs. montrer de la crainte;
2 refouler ses sentiments ou contenir sa parole par crainte ou par respect ; ὑποστέλλεσθαί τι dissimuler, taire qch.
Étymologie: ὑπό, στέλλω.

German (Pape)

herunterziehen, ἱστία, die Segel einziehen, Pind. I. 2.40; auch im med., ὑποστέλλεσθαι τὸ ἱστία, Schaefer Greg.Cor. p. 347; überhaupt vermindern, beschränken, und pass., sich vermindern, kleiner werden. – Zurückziehen, στρατόν Plut. Crass. 25; ἑαυτόν τινι Arat. 47. – Med., sich zurückziehen, Plut. Demetr. 47, oft; sich fürchten, scheuen, οὐχ ὑποστέλλῃ λόγῳ Eur. Or. 606; Plat. Apol. 24a, τινά, vor Einem; auch ὑποστείλασθαι πρός τινα, Din. 3.13; περὶ ὧν, Dem. 1.16, und öfter; καὶ αἰσχύνεσθαι 37.48; verstecken, ἑαυτὸν ὑπό τι, Pol. 7.17.1, 11.15.2; ὑπὸ τῶν Ῥωμαίων σκέπην 1.16.10, und öfter; auch im act. intr., wo man ἑαυτόν ergänzt, τὸ τῶν ὑποζυγίων πλῆθος ὑπὸ τοὺς παρατεταγμένους ὑπεσταλκός Pol. 6.40.14; aber auch ὑπό τινα βουνὸν ὑπεστάλκει τοὺς ἱππεῖς, 11.21.2; – ὑποστέλλεσθαί τι, aus Furcht verschweigen, unterdrücken, unterlassen, μετὰ παρρησίας διαλεχθῆναι μηδὲν ὑποστελλόμενον Dem. 19.237, noch Bekker, wo früher ὑποκρινόμενον gelesen wurde; oft bei Luc. und Sp.

Russian (Dvoretsky)

ὑποστέλλω:
1 свертывать, убирать (ἱστία Pind.);
2 отводить (στρατόν Plut.): ὑπεστάλκει τοὺς ἱππεῖς ὑπὸ βουνόν Polyb. он отвел всадников за холм;
3 (чаще ὑ. ἑαυτόν и med.) отходить, отступать: ὑ. τινὸς τῇ παρόδῳ Diog. L. расступаться перед кем-л., давать кому-л. дорогу; ὑπό τινι ὑπεσταλκώς Polyb. или αὑτὸν ὑπεσταλκώς τινι Plut. отступивший за кого(что)-л., укрывшийся за кем(чем)-л.; ὑποστέλλεσθαί τι Arst., Dem. отступать перед чем-л., бежать от чего-л.; οὐχ ὑ. τοῦ μὴ ποιεῖν τι NT не уклоняться οτ чего-л.;
4 уступать (οὐδενὶ ἑτέρῳ Sext.): ὑ. λόγῳ Eur. уступать (поддаваться) уговорам;
5 med. воздерживаться (τῆς τροφῆς Arst.);
6 med. сдерживаться, умалчивать, скрывать (μηδὲν ὑποστειλάμενος Isocr.): οὐδὲν ὑποστελλομένου πρός τινα Dem. ни в чем не таясь перед кем-л.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποστέλλω: μέλλ. -στελῶ· ἀόρ. -έστειλα· πρκμ. -έσταλκα· - καταβιβάζω, συστέλλω, οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσας ὑπέστειλ’ ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν, «οὐδέ ποτε παρὰ τὴν φιλόξενον αὐτοῦ (τοῦ Ξενοκράτους) τράπεζαν, ἐν ᾗ τοὺς ἐπιφοιτῶντας ἐδεξιοῦτο ξένους, φθόνος τις ἐπιπνεύσας τὰς τῆς φιλοξενείας ἔπαυσεν ἑστιάσεις, ἀλλὰ πλήρεσι τοῖς ἱστίοις τοὺς πάντας ἐφιλοφρονεῖτο» (Σχόλ.), Πινδ. Ἰσθμ. 2, 60, ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν οὐριοδρομουσῶν καὶ μὴ συστελλουσῶν τὰ ἱστία νεῶν, πρβλ. Ἀριστ. Μηχαν. 27· ὑπ. τὴν οὐράν, καταβιβάζω καὶ κρύπτω αὐτὴν ὑπὸ τὰ σκέλη, ἐπὶ κυνῶν, Ἀμμών. 25· τοῖς δακτύλοις ὑπεσταλμένοις, μὲ τοὺς δακτύλους κεκλεισμένους, συνεσφιγμένους, Ἀρισταίν. 1. 10. 2) ὑποβιβάζω, περιορίζω τὴν τροφήν, Ἱππ. Ἀφορ. 1243. 3) ἀποσύρω, ὑπό τινα βουνὸν ὑπεστάλκει τοὺς ἱππεῖς Πολύβ. 11. 21, 2· πρβλ. Πλουτ. Καίσ. 23, 26· ὑπ. ἑαυτόν, κρύπτεσθαι ὄπισθέν τινος, τινὶ ἢ ὑπό τι ὁ αὐτ. ἐν Ἀράτ. 47, Πολύβ. 7. 17, 1· καὶ παραλειπομένου τοῦ ἑαυτόν, ὁ αὐτ. 6. 40, 14, κλπ. 4) ἀμετάβ., ἐλαττοῦμαι κατ’ ὄγκον, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 204A· εἶμαι ὑποδεέστερος, τινὶ Σέξτ. Ἐμπ. 5) ἀπομακρύνω, ὑπέστελλεν ἑαυτὸν Ἐπιστ. π. Γαλ. β΄, 12· καὶ ἀπολ., ὑπ. τινὸς τῇ παρόδῳ, ἀποσύρομαι ἀπό τινος καὶ ἀφίνω αὐτὸν ἐλεύθερον νὰ διέλθῃ, Διογ. Λαέρτ. 4. 6. 6) ἀφαιρῶ, «οἱ Ἴωνες εἰώθασιν ὑποστέλλειν τὸ κ. πεπτηκὼς πεπτηὼς» Ἐτυμ. Μέγ. 501, 1, κλπ. - Παθ., ἐξαιροῦμαι, Α. Β. 498· - ἀλλὰ πολλῷ συνηθέστερον, ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὀπισθοχωρῶ, ἀποσύρομαι ἀπό τινος, μετ’ αἰτ., χειμῶνα, θέρος Ἱππ. Ἀφ. 1249. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 10· τι τῶν ἀγαθῶν Ἀριστ. Ἠθικ. Μεγ. 2. 9, 5· ὑποστέλλεσθαί τινα, ἐκ φόβου «ζαρώνω» ἐνώπιόν τινος, φοβοῦμαί τινα, Δείναρχ. 91. 29., 109. 41· - ἀπολ., δεικνύω φόβον, Αἰλ. π. Ζῴων 7. 19, κλπ. 2) ὑποστέλλομαί τι, ἀποκρύπτω τι ἐκ φόβου, δὲν λέγω τὴν ἀλήθειαν, παραποιῶ, ὑπ. λόγῳ Εὐρ. Ὀρ. 607 (τὸ μόνον τῶν τραγικῶν χωρίων ἐν ᾧ εὑρίσκεται ἡ λέξις), πρβλ. Δημ. 14. 4· οὔτε μέγα οὔτε σμικρὸν ἀποκρυψάμενος... οὐδ’ ὑποστειλάμενος Πλάτ. Ἀπολ. 24Α· οὐδὲν ἢ μηδὲν ὑποστειλάμενος, ἄνευ διαστροφῆς τινος ἢ ἀποκρύψεως, Ἰσοκρ. 134C, 167D. Δημ, 54 ἐν τέλ., 7. 537, κλπ. 3) μετὰ γεν. πράγματος, λαμβάνω ὀλιγώτερον ἔκ τινος πράγματος, ἀπέχομαι, ἐγκρατεύομαι ἀπό τινος, τῆς τροφῆς Ἀριστ. Προβλ. 1. 46. πρβλ. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 1· καὶ ἀπολ., αὐτόθι. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑποστειλάμενος· ὑποκρυψάμενος. φοβηθείς», καί: «ὑποστέλλεσθαι· ἀναδύεσθαι. δολιεύεσθαι. ὑποκρίνεσθαι» καὶ ὑποστέλλεται· φοβεῖται καὶ τὰ ὅμοια».

English (Slater)

ὑποστέλλω take in, furl met. οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν (i. e. made him reduce his hospitality.) (I. 2.40)

English (Strong)

from ὑπό and στέλλω; to withhold under (out of sight), i.e. (reflexively) to cower or shrink, (figuratively) to conceal (reserve): draw (keep) back, shun, withdraw.

English (Thayer)

imperfect ὑπεστελλον; 1st aorist middle ὑπεστειλάμην;
1. Active, to draw down, let down, lower: ἱστίον, Pindar Isthm. 2,59; to withdraw (draw back): ἐμαυτόν, of a timid person, Lightfoot at the passage); often so in Polybius).
2. Middle, to withdraw oneself, i. e. to be timid, to cower, shrink: of those who from timidity hesitate to avow what they believe, Winer's Grammar, 523 (487))); to be unwilling to utter from fear, to shrink from declaring, to conceal, dissemble: followed by τοῦ with the infinitive (Winer's Grammar, 325 (305); Buttmann, 270 (232)), οὐδέν, ibid. 20 (often so in Demosthenes; cf. Reiske, Index graecit. Demosthenes, p. 774 f; Josephus, Vita §54; b. j. 1,20, 1).

Greek Monolingual

ὑποστέλλω ΝΜΑ στέλλω
(ιδίως σχετικά με ιστίο ή σημαία) κατεβάζω, μαζεύω
2. ελαττώνω, μειώνω, περιορίζω
νεοελλ.
(η προστ. ενεστ.) υπόστειλον! ναυτ. κέλευσμα για την υποστολή σημαίας ή σήματος
αρχ.
1. συσφίγγω, κλείνω («τοῖς δακτύλοις ὑπεσταλμένοις», Αρισταίν.)
2. αποσύρω
3. απομακρύνω («ὑπέστελλε καὶ ἀφώριζε ἑαυτόν», ΚΔ)
4. δείχνω φόβο
5. αφαιρώ
6. (με γεν. πράγματος) είμαι εγκρατής, συγκρατούμαι
7. ανήκω
8. (αμτβ.) α) αποσύρομαι
β) μένω απαρατήρητος
γ) μειώνομαι σε μέγεθος ή ελαττώνομαι σε όγκο
9. μέσ. ὑποστέλλομαι
α) οπισθοχωρώ
β) ζαρώνω από φόβο
γ) αποκρύπτω ή παραποιώ την αλήθεια από φόβο («οὔτε μέγα οὔτε σμικρὸν ἀποκρυψάμενος... οὐδ' ὑποστειλάμενος», Πλάτ.)
10. παθ. εξαιρούμαι
11. φρ. «ὑποστέλλω οὐράν»
(για σκύλο) βάζω την ουρά στα σκέλια.

Greek Monotonic

ὑποστέλλω: μέλ. -στελῶ, αόρ. αʹ -έστειλα, παρακ. -έσταλκα,
I. 1. κατεβάζω, συστέλλω, ἱστίον ὑπέστειλε, κατέβασε τα πανιά του, σε Πίνδ.
2. οπισθοχωρώ γυρεύοντας καταφύγιο, άσυλο, σε Πλούτ.· ὑποστέλλω ἑαυτόν, προφυλάσσομαι, προστατεύομαι πίσω από, τινί, στον ίδ.· επίσης, αποσύρομαι, τραβιέμαι πίσω, σε Καινή Διαθήκη
II. Μέσ., ὑποστέλλεσθαί τι, καλύπτω, συγκαλύπτω, αποκρύπτω κάτι από φόβο, υπεκφεύγω, παραποιώ την αλήθεια σκόπιμα, υποκρίνομαι, προσποιούμαι, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.· μηδὲν ὑποστειλάμενος, αυτός που δεν υποκρίνεται, δεν προσποιείται, σε Δημ.

Middle Liddell

fut. -στελῶ aor1 -έστειλα perf. -έσταλκα
I. to draw in, ἱστίον ὑπέστειλε made him furl his sail, Pind.
2. to draw back for shelter, Plut.; ὑπ. ἑαυτόν to shelter oneself behind, τινί Plut.; also to withdraw himself, NTest.
II. Mid., ὑποστέλλεσθαί τι to cloak a thing through fear, to prevaricate, dissemble, Eur., Plat., etc.; μηδὲν ὑποστειλάμενος without dissimulation, Dem.

Chinese

原文音譯:Øpostšllw 虛坡-士帖羅
詞類次數:動詞(4)
原文字根:在下-安放 相當於: (גּוּר‎) (כָּלָא‎ / כָּלָה‎) (נָשָׂא‎)
字義溯源:被抑制,退去,退後,收回,退縮,避免,轉回,阻擋,緘默,隱藏,避諱;由(ὑπό)*=被,在⋯下)與(στέλλω)*=阻止,指使)組成
出現次數:總共(4);徒(2);加(1);來(1)
譯字彙編
1) 我⋯避諱(2) 徒20:20; 徒20:27;
2) 他⋯退縮(1) 來10:38;
3) 他就退去(1) 加2:12