упрямый: Difference between revisions
From LSJ
Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht
(7) |
(ru-m-18-oct) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἄστομος]] | |rueltext=[[ἄστομος]] ;; [[περισκελής]] ;; [[σκληροτράχηλος]] ;; [[δυσπαράβουλος]] ;; [[καρτερόθυμος]] ;; [[αὐτόνοος]] ;; [[αὐτόνους]] ;; [[δύστροπος]] ;; [[ἀντίτυπος]] ;; [[ἀγνώμων]] | ||
}} | }} |
Revision as of 18:10, 18 October 2019
Russian > Greek
ἄστομος ;; περισκελής ;; σκληροτράχηλος ;; δυσπαράβουλος ;; καρτερόθυμος ;; αὐτόνοος ;; αὐτόνους ;; δύστροπος ;; ἀντίτυπος ;; ἀγνώμων