приключаться: Difference between revisions
From LSJ
φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ὑπάρχω]] | |rueltext=[[ὑπάρχω]], [[συνεμπίπτω]], [[ὑποπίπτω]], [[προστρέχω]], [[προσκυρέω]], [[προσκύρω]], [[ἐπιγίγνομαι]], [[ἐπιγίνομαι]], [[προστυγχάνω]], [[τυγχάνω]], [[συμπίτνω]], [[περιπίπτω]], [[συγκυρέω]], [[συμφέρω]], [[συναντάω]], [[καταλαμβάνω]], [[συμπίπτω]], [[συντυγχάνω]], [[συμβαίνω]], [[ἐφίστημι]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:10, 18 October 2019
Russian > Greek
ὑπάρχω, συνεμπίπτω, ὑποπίπτω, προστρέχω, προσκυρέω, προσκύρω, ἐπιγίγνομαι, ἐπιγίνομαι, προστυγχάνω, τυγχάνω, συμπίτνω, περιπίπτω, συγκυρέω, συμφέρω, συναντάω, καταλαμβάνω, συμπίπτω, συντυγχάνω, συμβαίνω, ἐφίστημι