приключаться
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
Russian > Greek
ὑπάρχω, συνεμπίπτω, ὑποπίπτω, προστρέχω, προσκυρέω, προσκύρω, ἐπιγίγνομαι, ἐπιγίνομαι, προστυγχάνω, τυγχάνω, συμπίτνω, περιπίπτω, συγκυρέω, συμφέρω, συναντάω, καταλαμβάνω, συμπίπτω, συντυγχάνω, συμβαίνω, ἐφίστημι