узкий: Difference between revisions
From LSJ
Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[λαγαρός]] | |rueltext=[[λαγαρός]], [[βραχύς]], [[εὐπερίληπτος]], [[ἄπλευρος]], [[στενόπορθμος]], [[στενόπορος]], [[στεινόπορος]], [[λεπτός]], [[βραχύπορος]], [[ἰσχνός]], [[στενωπός]], [[στεινωπός]], [[στενός]], [[στεινός]], [[ἀραιός]], [[ἁραιός]], [[ἀκριβής]] | ||
}} | }} |
Revision as of 18:35, 18 October 2019
Russian > Greek
λαγαρός, βραχύς, εὐπερίληπτος, ἄπλευρος, στενόπορθμος, στενόπορος, στεινόπορος, λεπτός, βραχύπορος, ἰσχνός, στενωπός, στεινωπός, στενός, στεινός, ἀραιός, ἁραιός, ἀκριβής