στενόπορθμος

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενόπορθμος Medium diacritics: στενόπορθμος Low diacritics: στενόπορθμος Capitals: ΣΤΕΝΟΠΟΡΘΜΟΣ
Transliteration A: stenóporthmos Transliteration B: stenoporthmos Transliteration C: stenoporthmos Beta Code: steno/porqmos

English (LSJ)

στενόπορθμον, at or on a strait, Χαλκίς E.IA167 codd. (lyr.):—pecul. fem. στενοπορθμίς, ίδος, Μεσσήνη Archestr.Fr.56.4.

German (Pape)

[Seite 935] an od. bei einer Meerenge, Χαλκίς, Eur. I. A. 167.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
situé sur ou près d'un détroit.
Étymologie: στενός, πορθμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στενόπορθμος -ον [στενός, πορθμός] gelegen aan een nauwe zeestraat.

Russian (Dvoretsky)

στενόπορθμος: образующий узкий проход, т. е. узкий, тесный (Εὐρίπου χεύματα Eur.).

Greek Monolingual

-ον, θηλ. και στενοπορθμίς, -ίδος, Α
αυτός που βρίσκεται κοντά σε στενό πορθμό («στενόπορθμος Χαλκίς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + πορθμός.

Greek Monotonic

στενόπορθμος: -ον, αυτός που βρίσκεται κοντά σε ή έχει στενό πέρασμα, πορθμό, κανάλι, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

στενόπορθμος: -ον, ὁ πλησίον στενοῦ, ἔχουσα στενὸν πορθμόν, Χαλκὶς Εὐρ. Ι. Α. 167· - ἀνώμαλον θηλ. στενοπορθμίς, ίδος, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 92D.

Middle Liddell

στενό-πορθμος, ον,
at or on a strait, Eur.