στενόπορος
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
Ion. στεινόπορος, ον,
A with a narrow pass or with a narrow outlet, πύλαι A.Pr.729; ἔξοδοι E.Andr.1143; ὅρμοι Αὐλίδος Id.IA 1497 (lyr.); διὰ κυανέας σ. πέτρας Id.IT890 (lyr.); ἀκτή Lyc. ap. Arist.Rh.1405b36; ὦτα S.E.P.1.126, cf. Gal.6.759.
2 Subst. στενόπορα, Ion. στεινόπορα, τά, narrows, Hdt.7.223; τὰ στεινόπορα τῶν χωρίων defiles, Th.7.73: sg. στενόπορον, τό, a strait, narrow, Hdt.7.211 (στειν-), X.HG4.6.9, Ath.2.13.
German (Pape)
[Seite 935] ion. στεινόπορος, mit engem Wege, Passe; ἐπ' αὐταῖς στενοπόροις λίμνης πύλαις, Aesch. Prom. 731; ὅρμοι Αὐλίδος, Eur. I. A. 1496, πέτραι, I. T. 890, ἐν στεινοπόρῳ χώρῳ μαχόμενοι, Her. 7, 211; ὑπεξιόντες ἐς τὰ στεινόπορα, 7, 223; Thuc. 7, 73; sing. dei Xen. Hell. 4, 6, 12; ἀκτή, Lycophr. bei Arist. rhet. 3, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au passage étroit ; τὸ στενόπορον, τὰ στενόπορα défilé.
Étymologie: στενός, πόρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στενόπορος -ον Ion. στεινόπορος [στενός, πόρος] met nauwe doorgang, nauw; subst. (τὸ) στενόπορον, (τὰ) στενόπορα nauwe doorgang: (berg)pas.
Russian (Dvoretsky)
στενόπορος: ион. στεινόπορος 2 образующий узкий проход, узкий, тесный (χῶρος Her.; πύλαι Aesch.; ὅρμοι Αὐλίδος Eur.).
Greek Monolingual
και ιων. τ. στεινόπορος, -ον, Α
1. αυτός που έχει στενό πέρασμα ή στενή έξοδο («διὰ κυανέας στενοπόρου πέτρας», Ευρ.)
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ στενόπορα
τα στενά περάσματα, οι στενές διαβάσεις, οι στενωποί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -πορος (< πόρος «δρόμος, πέρασμα»), πρβλ. υψίπορος].
Greek Monotonic
στενόπορος: Ιων. στειν-, -ον·
1. αυτός που έχει στενό πέρασμα ή έξοδο, σε Ηρόδ., Αισχύλ., Ευρ.
2. ως ουσ. στενόπορα, Ιων. στειν-, τά, στενά περάσματα, στενά, κλεισούρες, σε Ηρόδ., Θουκ.· στον ενικ., στενόπορον, τό, στενό πέρασμα, στενή διάβαση, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
στενόπορος: -ον, Ἰων. στειν-, ον, ὁ ἔχων στενὸν πέραμα ἢ ἔξοδον, χῶρος Ἡρόδ. 7. 211· πύλαι Αἰσχύλ. Πρ. 729· ἔξοδοι Εὐρ. Ἀνδρ. 1144· ὅρμοι Αὐλίδος ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 1497· διὰ κυανέας στ. πέτρας ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 899· ἀκτὴ Λυκόφρ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 3. 3, 1· ὦτα Σέξτ. Ἐμπ. π. 1. 126. 2) ὡς οὐσιαστ. στενόπορα, Ἰων. στειν-, τά, στενὰ περάματα, «στενά», Ἡρόδ. 7. 223· τὰ στ. τῶν χωρίων Θουκ. 7. 73· - καθ’ ἑνικ. στενόπορον, τό, στενόν, διάβασις στενή, Ξεν. Ἑλλ. 4. 6, 12, Ἀθήν. 2. 13.
Middle Liddell
1. with a narrow pass or outlet, Hdt., Aesch., Eur.
2. as substantive στενόπορα, ionic στειν-, τά, narrow passes, defiles, Hdt., Thuc.: —in sg. στενόπορον, ου, a strait, narrow, Xen.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό στενός + πόρος τοῦ περάω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη στενός.