γαπόνος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(1b)
mNo edit summary
Line 7: Line 7:
{{elru
{{elru
|elrutext='''γᾱπόνος:''' ὁ дор. = [[γεωπόνος]].
|elrutext='''γᾱπόνος:''' ὁ дор. = [[γεωπόνος]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[γαπόνος]], ὁ Dor. voor [[γεωπόνος]].
}}
}}

Revision as of 20:47, 11 April 2020

Spanish (DGE)

v. γεωπόνος.

Greek Monolingual

γαπόνος, ο (δωρ. τ.) (Α)
ο γεωργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη (δωρ. γα) + -πόνος < πονώ, πονούμαι. Συνώνυμο της αρχαίας επίσης λ. γεωπόνος «γεωργός»].

Russian (Dvoretsky)

γᾱπόνος: ὁ дор. = γεωπόνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαπόνος, ὁ Dor. voor γεωπόνος.