risk: Difference between revisions

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
(CSV4)
m (Woodhouse1 replacement)
Line 1: Line 1:
{{Woodhouse1
{{Woodhouse1
|Text=[[File:woodhouse_717.jpg|thumb|link={{filepath:woodhouse_717.jpg}}]]'''subs.'''
|Text=[[File:woodhouse_717.jpg|thumb|link={{filepath:woodhouse_717.jpg}}]]
P. and V. [[κίνδυνος]], ὁ, τό δεινόν, or pl., [[ἀγών]], ὁ.
===substantive===
<b class="b2">Dangerous enterprise</b>: P. and V. [[κινδύνευμα]], τό (Plat.).
 
<b class="b2">Without risk</b>, adj.: P. [[ἀκίνδυνος]], adv., P. and V. ἀκινδύνως.
[[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[κίνδυνος]], ὁ, τό [[δεινόν]], or pl., [[ἀγών]], ὁ.
<b class="b2">Run risks</b>: Ar. and P. κινδυνεύειν, παρακινδυνεύειν, ἀποκινδυνεύειν, P. διακινδυνεύειν, κίνδυνον ἀναρρίπτειν, V. τρέχειν ἀγῶνα, κίνδυνον ἀναβάλλειν, κίνδυνον ῥίπτειν.
 
<b class="b2">I withdrew the money for them at the risk of my life</b>: P. ἐξεκόμισα αὐτοῖς τὰ χρήματα κινδυνεύσας περὶ τοῦ σώματος (Isoc. 388A).
[[dangerous enterprise]]: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[κινδύνευμα]], τό ([[Plato]]).
<b class="b2">Share a risk with others</b>, v.: P. συγκινδυνεύειν (absol. or dat.), συνδιακινδυνεύειν μετά (gen.).
 
'''v. trans.'''
[[without risk]], adj.: [[prose|P.]] [[ἀκίνδυνος]], adv., [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[ἀκινδύνως]].
<b class="b2">Hazard</b>: Ar. and P. παραβάλλεσθαι, παρακινδυνεύειν, κινδυνεύειν (dat. or περί, gen.), P. ὑποτιθέναι, V. παραρρίπτειν, προβάλλειν, προτείνειν; see also [[endanger]].
 
<b class="b2">Risk everything</b>: P. διακινδυνεύειν (absol.).
[[run risks]]: [[Aristophanes|Ar.]] and [[prose|P.]] [[κινδυνεύειν]], [[παρακινδυνεύειν]], [[ἀποκινδυνεύειν]], [[prose|P.]] [[διακινδυνεύειν]], [[κίνδυνον ἀναρρίπτειν]], [[verse|V.]] [[τρέχειν ἀγῶνα]], [[κίνδυνον ἀναβάλλειν]], [[κίνδυνον ῥίπτειν]].
<b class="b2">Risking war</b> <b class="b2">against the Argives</b>: V. κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἄρη (Eur., ''Rhes.'' 446).
 
<b class="b2">Who will risk incurring reproaches</b>: V. τίς παραρρίψει . . . ὀνείδη λαμβάνων (Soph., ''O.R.'' 1493).
[[I withdrew the money for them at the risk of my life]]: [[prose|P.]] [[ἐξεκόμισα αὐτοῖς τὰ χρήματα κινδυνεύσας περὶ τοῦ σώματος]] (Isoc. 388A).
 
[[share a risk with others]], v.: [[prose|P.]] [[συγκινδυνεύειν]] (absol. or dat.), [[συνδιακινδυνεύειν μετά]] (gen.).
 
===verb transitive===
 
[[hazard]]: [[Aristophanes|Ar.]] and [[prose|P.]] [[παραβάλλεσθαι]], [[παρακινδυνεύειν]], [[κινδυνεύειν]] (dat. or [[περί]], gen.), [[prose|P.]] [[ὑποτιθέναι]], [[verse|V.]] [[παραρρίπτειν]], [[προβάλλειν]], [[προτείνειν]]; see also [[endanger]].
 
[[risk everything]]: [[prose|P.]] [[διακινδυνεύειν]] (absol.).
 
[[risking war against the Argives]]: [[verse|V.]] [[κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἄρη]] ([[Euripides|Eur.]], ''[[Rhesus]]'' 446).
 
[[who will risk incurring reproaches]]: [[verse|V.]] [[τίς παραρρίψει… ὀνείδη λαμβάνων]] ([[Sophocles|Soph.]], ''[[Oedipus Rex]]'' 1493).
}}
}}

Revision as of 08:50, 20 May 2020

English > Greek (Woodhouse)

woodhouse 717.jpg

substantive

P. and V. κίνδυνος, ὁ, τό δεινόν, or pl., ἀγών, ὁ.

dangerous enterprise: P. and V. κινδύνευμα, τό (Plato).

without risk, adj.: P. ἀκίνδυνος, adv., P. and V. ἀκινδύνως.

run risks: Ar. and P. κινδυνεύειν, παρακινδυνεύειν, ἀποκινδυνεύειν, P. διακινδυνεύειν, κίνδυνον ἀναρρίπτειν, V. τρέχειν ἀγῶνα, κίνδυνον ἀναβάλλειν, κίνδυνον ῥίπτειν.

I withdrew the money for them at the risk of my life: P. ἐξεκόμισα αὐτοῖς τὰ χρήματα κινδυνεύσας περὶ τοῦ σώματος (Isoc. 388A).

share a risk with others, v.: P. συγκινδυνεύειν (absol. or dat.), συνδιακινδυνεύειν μετά (gen.).

verb transitive

hazard: Ar. and P. παραβάλλεσθαι, παρακινδυνεύειν, κινδυνεύειν (dat. or περί, gen.), P. ὑποτιθέναι, V. παραρρίπτειν, προβάλλειν, προτείνειν; see also endanger.

risk everything: P. διακινδυνεύειν (absol.).

risking war against the Argives: V. κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἄρη (Eur., Rhesus 446).

who will risk incurring reproaches: V. τίς παραρρίψει… ὀνείδη λαμβάνων (Soph., Oedipus Rex 1493).