ἰθυφαλλικός: Difference between revisions
πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear
(2b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ithyfallikos | |Transliteration C=ithyfallikos | ||
|Beta Code=i)qufalliko/s | |Beta Code=i)qufalliko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[ithyphallic]], of metre, <span class="bibl">Heph.15.2</span>, <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Id.</span>1.6</span>; <b class="b3">τὰ ἰ</b>. <b class="b2">poems in such metre</b>, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>4</span> (<b class="b3">ἰθυφάλλια</b> codd.), <span class="bibl">Poll.4.53</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:40, 29 June 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A ithyphallic, of metre, Heph.15.2, Hermog.Id.1.6; τὰ ἰ. poems in such metre, D.H.Comp.4 (ἰθυφάλλια codd.), Poll.4.53.
German (Pape)
[Seite 1246] ή, όν, zum ἰθύφαλλος gehörig, ithyphallisch, z. B. μέτρον, Hephaest.; τὰ ἰθ., Gedichte in diesem Metrum, Poll. 4, 53.
Greek (Liddell-Scott)
ἰθυφαλλικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν ἰθύφαλλον, εἶδος μέτρου, Ἡφαιστ.· τὰ ἰθυφαλλικά, ποιήματα ἐν τοιούτῳ μέτρῳ πεποιημένα, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 4. (ἰθυφάλλια εἶναι ἐσφαλμ. γραφ.), Πολυδ. Δ΄, 53.
Greek Monolingual
ἰθυφαλλικός, -ή, -όν (Α) ιθύφαλλος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιθύφαλλο
2. φρ. «ἰθυφαλλικὸν μέτρον» — η τροχαϊκή βραχυκατάληκτη τετραποδία ή το τροχαϊκό βραχυκατάληκτο δίμετρο
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἰθυφαλλικά
ποιήματα σε ιθυφαλλικό μέτρο.
Russian (Dvoretsky)
ἰθῠφαλλικός: стих. итифаллический: ἰθυφαλλικὸν μέτρον итифаллический размер (состоящий из усеченной анапестической тетраподии и трохаической триподии).