ῥήκτης: Difference between revisions
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
(4) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=riktis | |Transliteration C=riktis | ||
|Beta Code=r(h/kths | |Beta Code=r(h/kths | ||
|Definition=ου, ὁ, (ῥήγνυμι) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ου, ὁ, (ῥήγνυμι) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[breaker]], [[render]]; of an earthquake <b class="b2">that breaks the earth into fissures</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mu.</span>396a5</span>, <span class="bibl">Lyd.<span class="title">Ost.</span>54</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:15, 30 June 2020
English (LSJ)
ου, ὁ, (ῥήγνυμι)
A breaker, render; of an earthquake that breaks the earth into fissures, Arist.Mu.396a5, Lyd.Ost.54.
German (Pape)
[Seite 840] ὁ, der Zerreißer, Zerbrecher, Spalter; dah. ein Erdbeben, das die Erde spaltet und einen Erdfall verursacht, Arist. de mund. 4, 28.
Greek (Liddell-Scott)
ῥήκτης: -ου, ὁ, (ῥήγνυμι) ὁ ῥήσσων, διαρρηγνύς· ἐπὶ σεισμοῦ σχίζοντος τὴν γῆν εἰς ῥήγματα καὶ χάσματα, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 30.
Greek Monolingual
ο / ῥήκτης, ΝΑ
(για σεισμό) αυτός που επιφέρει στη γη ρήγματα
νεοελλ.
ρηκτική οβίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απαθή βαθμίδα ῥηγ- του ῥήγνυμι + επίθημα -της. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].
Russian (Dvoretsky)
ῥήκτης: ου adj. m разрывающий, т. е. создающий трещины в земной коре (ὁ σεισμός Arst.).