προρρητικός: Difference between revisions
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prorritikos | |Transliteration C=prorritikos | ||
|Beta Code=prorrhtiko/s | |Beta Code=prorrhtiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[predictive]], δύναμις <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>5.1</span>; <b class="b3">-κόν, τό,</b> a treatise | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[predictive]], δύναμις <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>5.1</span>; <b class="b3">-κόν, τό,</b> a treatise [[on prognosis]], title of two works by Hippocrates, Gal. 14.620, 16.582.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:30, 1 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A predictive, δύναμις S.E.M.5.1; -κόν, τό, a treatise on prognosis, title of two works by Hippocrates, Gal. 14.620, 16.582.
Greek (Liddell-Scott)
προρρητικός: ή, ον, ὁ προλέγων, προφητικός, δύναμις Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 1. πρ. βιβλίον, πραγματεία περὶ τοῦ προλέγειν τὰς νόσους ἐκ τῶν συμπτωμάτων, ὄνομα ἑνὸς τῶν ἀρχαιοτάτων συγγραμμάτων τοῦ Ἱπποκράτους, ἴδε Γαλην. 8. 692.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α πρόρρησις
1. προφητικός
2. (το ουδ. ως κύριον όν.) Προρρητικόν
τίτλος πραγματείας του Ιπποκράτους στην οποία εκτίθεται ο τρόπος του να προλέγει κανείς τις ασθένειες από τα συμπτώματα.
Russian (Dvoretsky)
προρρητικός: предсказательный, пророческий (δύναμις Sext.).