προρρητικός

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προρρητικός Medium diacritics: προρρητικός Low diacritics: προρρητικός Capitals: ΠΡΟΡΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: prorrētikós Transliteration B: prorrētikos Transliteration C: prorritikos Beta Code: prorrhtiko/s

English (LSJ)

προρρητική, προρρητικόν, predictive, δύναμις S.E.M.5.1; προρρητικόν, τό, a treatise on prognosis, title of two works by Hippocrates, Gal. 14.620, 16.582.

German (Pape)

ή, όν, vorhersagend, δύναμις, S.Emp. adv.astrol. 1.

Russian (Dvoretsky)

προρρητικός: предсказательный, пророческий (δύναμις Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

προρρητικός: ή, ον, ὁ προλέγων, προφητικός, δύναμις Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 1. πρ. βιβλίον, πραγματεία περὶ τοῦ προλέγειν τὰς νόσους ἐκ τῶν συμπτωμάτων, ὄνομα ἑνὸς τῶν ἀρχαιοτάτων συγγραμμάτων τοῦ Ἱπποκράτους, ἴδε Γαλην. 8. 692.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πρόρρησις
1. προφητικός
2. (το ουδ. ως κύριον όν.) Προρρητικόν
τίτλος πραγματείας του Ιπποκράτους στην οποία εκτίθεται ο τρόπος του να προλέγει κανείς τις ασθένειες από τα συμπτώματα.