κακορέκτης: Difference between revisions

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
(18)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kakorektis
|Transliteration C=kakorektis
|Beta Code=kakore/kths
|Beta Code=kakore/kths
|Definition=ου, ο, (ὀρέγω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with evil yearnings</b>, ἀνήρ Adam.2.39.</span>
|Definition=ου, ο, (ὀρέγω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[with evil yearnings]], ἀνήρ Adam.2.39.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακορέκτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που έχει κακές επιθυμίες, που λαχταρά πολύ το [[κακό]], [[κακοποιός]], [[κακούργος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀρέγω]].
|mltxt=[[κακορέκτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που έχει κακές επιθυμίες, που λαχταρά πολύ το [[κακό]], [[κακοποιός]], [[κακούργος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀρέγω]].
}}
}}

Revision as of 10:00, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκορέκτης Medium diacritics: κακορέκτης Low diacritics: κακορέκτης Capitals: ΚΑΚΟΡΕΚΤΗΣ
Transliteration A: kakoréktēs Transliteration B: kakorektēs Transliteration C: kakorektis Beta Code: kakore/kths

English (LSJ)

ου, ο, (ὀρέγω)

   A with evil yearnings, ἀνήρ Adam.2.39.

Greek Monolingual

κακορέκτης, ὁ (Α)
αυτός που έχει κακές επιθυμίες, που λαχταρά πολύ το κακό, κακοποιός, κακούργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + ὀρέγω.