κακορέκτης

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκορέκτης Medium diacritics: κακορέκτης Low diacritics: κακορέκτης Capitals: ΚΑΚΟΡΕΚΤΗΣ
Transliteration A: kakoréktēs Transliteration B: kakorektēs Transliteration C: kakorektis Beta Code: kakore/kths

English (LSJ)

κακορέκτου, ο, (ὀρέγω) with evil yearnings, ἀνήρ Adam.2.39.

Greek Monolingual

κακορέκτης, ὁ (Α)
αυτός που έχει κακές επιθυμίες, που λαχταρά πολύ το κακό, κακοποιός, κακούργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + ὀρέγω.