παροιμιαστής: Difference between revisions
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
(31) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paroimiastis | |Transliteration C=paroimiastis | ||
|Beta Code=paroimiasth/s | |Beta Code=paroimiasth/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[author of proverbs]], of Solomon, Sm.<span class="title">Ec.</span>12.10(dub.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:43, 1 July 2020
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A author of proverbs, of Solomon, Sm.Ec.12.10(dub.).
German (Pape)
[Seite 525] ὁ, der ein Sprichwort macht oder braucht Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παροιμιαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ποιῶν παροιμίας, ἐπὶ τοῦ Σολομῶντος, Ἀθαν. τ. 1, σ. 850, Ἀνδρ. Κρήτ. σελ. 117 κλ.· - ὁ ἀγαπῶν νὰ μεταχειρίζηται παροιμίας, Φωτίου Ἐπιστ. 262, 4.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ παρομιάζω
μσν.
αυτός που συνηθίζει να κάνει χρήση παροιμιών («Ἀρκαδίαν με αἰτεῑς, εἴποι ἄν τις παροιμιαστής», Φώτ.)
αρχ.
(για τον Σολομώντα) ο συντάκτης, ο συγγραφέας παροιμιών.