συμβολοφύλαξ: Difference between revisions
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
(39) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=symvolofylaks | |Transliteration C=symvolofylaks | ||
|Beta Code=sumbolofu/lac | |Beta Code=sumbolofu/lac | ||
|Definition=[<b class="b3">ῠ], ᾰκος, ὁ</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=[<b class="b3">ῠ], ᾰκος, ὁ</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[keeper of receipts]], PRev.Laws 10.2, al. (iii B.C.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:44, 1 July 2020
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ,
A keeper of receipts, PRev.Laws 10.2, al. (iii B.C.).
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
φύλακας τών συμβόλων, αυτός που τηρούσε αρχείο τών αποδείξεων συμφωνιών, οι οποίες συντάσσονταν εις διπλούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολον + φύλαξ.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
φύλακας τών συμβόλων, αυτός που τηρούσε αρχείο τών αποδείξεων συμφωνιών, οι οποίες συντάσσονταν εις διπλούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολον + φύλαξ.