ἡμεροφαής: Difference between revisions
From LSJ
θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death
(16) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=imerofais | |Transliteration C=imerofais | ||
|Beta Code=h(merofah/s | |Beta Code=h(merofah/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[shining by day]], ἄστρον <span class="bibl">Theano<span class="title">Ep.</span>10</span>:—also ἡμερο-φᾰνής, ές, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Def.</span>411b</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Top.</span>142b1</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:40, 1 July 2020
English (LSJ)
ές,
A shining by day, ἄστρον TheanoEp.10:—also ἡμερο-φᾰνής, ές, Pl.Def.411b, Arist.Top.142b1.
German (Pape)
[Seite 1166] bei Tage scheinend, Sp. von der Sonne.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμεροφαής: -ές, λάμπων ἐν καιρῷ ἡμέρας, ἥλιος Νικήτ. Χρον. 205Β. - Ἐπίρρ. ἡμεροφαῶς, Εὐστ. Θεσσ. σ. 536 (Migne).
Greek Monolingual
ἡμεροφαής, -ές (AM)
αυτός που λάμπει κατά τη διάρκεια της ημέρας.
επίρρ...
ἡμεροφαῶς (Μ)
στο φως της ημέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -φαής (< φάος, το, «φως»), πρβλ. αστρο-φαής, λαμπρο-φαής].