κοτυλοειδής: Difference between revisions
From LSJ
κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι → lie with him in secret love, join with him in secret love
(nl) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kotyloeidis | |Transliteration C=kotyloeidis | ||
|Beta Code=kotuloeidh/s | |Beta Code=kotuloeidh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[cup-shaped]], χώρη <span class="bibl">Hp. <span class="title">Art.</span>79</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:55, 1 July 2020
English (LSJ)
ές,
A cup-shaped, χώρη Hp. Art.79.
Greek (Liddell-Scott)
κοτῠλοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα κοτύλης, ποτηρίου, χώρη Ἱππ. π. Ἄρθρ. 838.
Greek Monolingual
-ες (Α κοτυλοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα κοτύλης, κυπέλλου, ποτηριού (α. «κοτυλοειδής κοιλότητα της λεκάνης» β. «κοτυλοειδὴς χώρη», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + -ειδής].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοτυλοειδής -ές [κοτύλη, εἶδος] komvormig.