πολυαύχην: Difference between revisions

From LSJ

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378
(33)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyaychin
|Transliteration C=polyaychin
|Beta Code=poluau/xhn
|Beta Code=poluau/xhn
|Definition=ενος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">full-necked</b>, κύνες <span class="title">Gp.</span>19.2.2.</span>
|Definition=ενος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[full-necked]], κύνες <span class="title">Gp.</span>19.2.2.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ένος]], ὁ, ἡ, ΜΑ<br />[[πολυαύχενος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει πολύ ευτραφή αυχένα, χοντρό σβέρκο («ἐγκρίνουσι δὲ καὶ τοὺς μέγα τὸ [[χάσμα]] ἔχοντας, ὁμοίως δὲ καὶ τοὺς πολυαύχενας καὶ τοὺς πολυτραχήλους», Γεωπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αὐχήν]], -[[ένος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ερι</i>-<i>αύχην</i>, <i>μακρ</i>-<i>αύχην</i>)].
|mltxt=-[[ένος]], ὁ, ἡ, ΜΑ<br />[[πολυαύχενος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει πολύ ευτραφή αυχένα, χοντρό σβέρκο («ἐγκρίνουσι δὲ καὶ τοὺς μέγα τὸ [[χάσμα]] ἔχοντας, ὁμοίως δὲ καὶ τοὺς πολυαύχενας καὶ τοὺς πολυτραχήλους», Γεωπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αὐχήν]], -[[ένος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ερι</i>-<i>αύχην</i>, <i>μακρ</i>-<i>αύχην</i>)].
}}
}}

Revision as of 15:57, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠαύχην Medium diacritics: πολυαύχην Low diacritics: πολυαύχην Capitals: ΠΟΛΥΑΥΧΗΝ
Transliteration A: polyaúchēn Transliteration B: polyauchēn Transliteration C: polyaychin Beta Code: poluau/xhn

English (LSJ)

ενος, ὁ, ἡ,

   A full-necked, κύνες Gp.19.2.2.

Greek Monolingual

-ένος, ὁ, ἡ, ΜΑ
πολυαύχενος
μσν.
αυτός που έχει πολύ ευτραφή αυχένα, χοντρό σβέρκο («ἐγκρίνουσι δὲ καὶ τοὺς μέγα τὸ χάσμα ἔχοντας, ὁμοίως δὲ καὶ τοὺς πολυαύχενας καὶ τοὺς πολυτραχήλους», Γεωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + αὐχήν, -ένος (πρβλ. ερι-αύχην, μακρ-αύχην)].