πολυαύχενος
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
English (LSJ)
πολυαύχενον, (αὐχήν) with many necks, ὕδρα APl.4.92; αἷμα νέων μακάρων Nonn. D. 2.352.
German (Pape)
[Seite 660] mit vielen Hälsen; Schol. Il. 1, 499; ὕδρα, Qu. Sm. ep. (Plan. 92).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à plusieurs cous, à plusieurs têtes.
Étymologie: πολύς, αὐχήν.
Greek (Liddell-Scott)
πολυαύχενος: -ον, (αὐχὴν) ὁ ἔχων πολλοὺς αὐχένας, Ἀνθ. Πλαν. 92· ― ὡσαύτως πολυαύχην, ενος, ὁ, ἡ, Γεωπ. 19. 22.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυαύχενος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλούς αυχένες
νεοελλ.
φρ. «πολυαύχενο όρος» — βουνό με πολλούς αυχένες, πολλά διάσελα
αρχ.
φρ. «πολυαύχενον αἷμα» — αίμα που προέρχεται από τη σφαγή πολλών αυχένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -αύχενος (< αὐχήν, -ένος), πρβλ. επταύχενος].
Greek Monotonic
πολυαύχενος: -ον (αὐχήν), αυτός που έχει πολλούς αυχένες, σε Ανθ.