εὐπρόσκοπος: Difference between revisions

From LSJ

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efproskopos
|Transliteration C=efproskopos
|Beta Code=eu)pro/skopos
|Beta Code=eu)pro/skopos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">far-seeing, cautious</b>, τὸ τῶν ἠθῶν εὐκινητότερον καὶ πολυτροπώτερον καὶ -πώτερον <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>173</span>; cf. [[ἀπρόσκοπος]] (B). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[easily taking offence]], <b class="b3">ἀθύμῳ καὶ ἀσθενικῷ καὶ εὐπροσκόπῳ καὶ πρὸς πάντας δυσαρέστῳ</b> ib.<span class="bibl">207</span>; cf. [[ἀπρόσκοπος]] (A).</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[far-seeing]], [[cautious]], τὸ τῶν ἠθῶν εὐκινητότερον καὶ πολυτροπώτερον καὶ -πώτερον <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>173</span>; cf. [[ἀπρόσκοπος]] (B). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[easily taking offence]], <b class="b3">ἀθύμῳ καὶ ἀσθενικῷ καὶ εὐπροσκόπῳ καὶ πρὸς πάντας δυσαρέστῳ</b> ib.<span class="bibl">207</span>; cf. [[ἀπρόσκοπος]] (A).</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐπρόσκοπος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βλέπει [[μακριά]], ο [[προνοητικός]], ο [[επιφυλακτικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δέχεται εύκολα [[προσβολή]] ή [[αδικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>πρό</i>-<i>σκοπος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>προ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σκοπος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σκοπώ]] «[[παρατηρώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επί</i>-<i>σκοπος</i>, [[κατά]]-<i>σκοπος</i>].
|mltxt=[[εὐπρόσκοπος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βλέπει [[μακριά]], ο [[προνοητικός]], ο [[επιφυλακτικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δέχεται εύκολα [[προσβολή]] ή [[αδικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>πρό</i>-<i>σκοπος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>προ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σκοπος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σκοπώ]] «[[παρατηρώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επί</i>-<i>σκοπος</i>, [[κατά]]-<i>σκοπος</i>].
}}
}}

Revision as of 18:35, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπρόσκοπος Medium diacritics: εὐπρόσκοπος Low diacritics: ευπρόσκοπος Capitals: ΕΥΠΡΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: eupróskopos Transliteration B: euproskopos Transliteration C: efproskopos Beta Code: eu)pro/skopos

English (LSJ)

ον,

   A far-seeing, cautious, τὸ τῶν ἠθῶν εὐκινητότερον καὶ πολυτροπώτερον καὶ -πώτερον Ptol.Tetr.173; cf. ἀπρόσκοπος (B).    II easily taking offence, ἀθύμῳ καὶ ἀσθενικῷ καὶ εὐπροσκόπῳ καὶ πρὸς πάντας δυσαρέστῳ ib.207; cf. ἀπρόσκοπος (A).

Greek Monolingual

εὐπρόσκοπος, -ον (Α)
1. αυτός που βλέπει μακριά, ο προνοητικός, ο επιφυλακτικός
2. αυτός που δέχεται εύκολα προσβολή ή αδικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρό-σκοπος (< προ + -σκοπος < σκοπώ «παρατηρώ»), πρβλ. επί-σκοπος, κατά-σκοπος].