συγκατέδομαι: Difference between revisions

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
(39)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygkatedomai
|Transliteration C=sygkatedomai
|Beta Code=sugkate/domai
|Beta Code=sugkate/domai
|Definition=fut. of <b class="b3">συγκατεσθίω</b>.
|Definition=fut. of [[συγκατεσθίω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 16: Line 16:
|mltxt=Α<br />(μέλλ. με ενεργ<br />σημ.) <b>βλ.</b> [[συγκατεσθίω]].
|mltxt=Α<br />(μέλλ. με ενεργ<br />σημ.) <b>βλ.</b> [[συγκατεσθίω]].
}}
}}
{{grml
{{lsm
|mltxt=Α<br />(μέλλ. με ενεργ<br />σημ.) <b>βλ.</b> [[συγκατεσθίω]].
|lsmtext='''συγκατέδομαι:''' μέλ. του [[συγκατεσθίω]].
}}
}}

Latest revision as of 19:30, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατέδομαι Medium diacritics: συγκατέδομαι Low diacritics: συγκατέδομαι Capitals: ΣΥΓΚΑΤΕΔΟΜΑΙ
Transliteration A: synkatédomai Transliteration B: synkatedomai Transliteration C: sygkatedomai Beta Code: sugkate/domai

English (LSJ)

fut. of συγκατεσθίω.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατέδομαι: μέλλ. τοῦ συγκατεσθίω.

Greek Monolingual

Α
(μέλλ. με ενεργ
σημ.) βλ. συγκατεσθίω.

Greek Monotonic

συγκατέδομαι: μέλ. του συγκατεσθίω.