σύρφη: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
(40)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syrfi
|Transliteration C=syrfi
|Beta Code=su/rfh
|Beta Code=su/rfh
|Definition=<b class="b3">φρύγανα</b>, Hsch.
|Definition=[[φρύγανα]], Hsch.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «φρύγανα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει προέλθει από το θ. του ρ. [[σύρω]] με δασύ χειλικό [[ένθημα]] -<i>φ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>συρ</i>-<i>φ</i>-[[ετός]]) και κατάλ. -<i>ή</i>. Έχει διατυπωθεί [[επίσης]] και η [[άποψη]] ότι ο τ. έχει σχηματιστεί αναλογικά [[προς]] το συγγενές σημασιολογικά <i>κάρ</i>-<i>φη</i> «[[ξερό]] [[χόρτο]], [[άχυρο]]»].
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «φρύγανα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει προέλθει από το θ. του ρ. [[σύρω]] με δασύ χειλικό [[ένθημα]] -<i>φ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>συρ</i>-<i>φ</i>-[[ετός]]) και κατάλ. -<i>ή</i>. Έχει διατυπωθεί [[επίσης]] και η [[άποψη]] ότι ο τ. έχει σχηματιστεί αναλογικά [[προς]] το συγγενές σημασιολογικά <i>κάρ</i>-<i>φη</i> «[[ξερό]] [[χόρτο]], [[άχυρο]]»].
}}
}}

Revision as of 19:50, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύρφη Medium diacritics: σύρφη Low diacritics: σύρφη Capitals: ΣΥΡΦΗ
Transliteration A: sýrphē Transliteration B: syrphē Transliteration C: syrfi Beta Code: su/rfh

English (LSJ)

φρύγανα, Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «φρύγανα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει προέλθει από το θ. του ρ. σύρω με δασύ χειλικό ένθημα -φ- (πρβλ. συρ-φ-ετός) και κατάλ. -ή. Έχει διατυπωθεί επίσης και η άποψη ότι ο τ. έχει σχηματιστεί αναλογικά προς το συγγενές σημασιολογικά κάρ-φη «ξερό χόρτο, άχυρο»].