σύρφη: Difference between revisions
From LSJ
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
(40) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syrfi | |Transliteration C=syrfi | ||
|Beta Code=su/rfh | |Beta Code=su/rfh | ||
|Definition= | |Definition=[[φρύγανα]], Hsch. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «φρύγανα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει προέλθει από το θ. του ρ. [[σύρω]] με δασύ χειλικό [[ένθημα]] -<i>φ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>συρ</i>-<i>φ</i>-[[ετός]]) και κατάλ. -<i>ή</i>. Έχει διατυπωθεί [[επίσης]] και η [[άποψη]] ότι ο τ. έχει σχηματιστεί αναλογικά [[προς]] το συγγενές σημασιολογικά <i>κάρ</i>-<i>φη</i> «[[ξερό]] [[χόρτο]], [[άχυρο]]»]. | |mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «φρύγανα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει προέλθει από το θ. του ρ. [[σύρω]] με δασύ χειλικό [[ένθημα]] -<i>φ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>συρ</i>-<i>φ</i>-[[ετός]]) και κατάλ. -<i>ή</i>. Έχει διατυπωθεί [[επίσης]] και η [[άποψη]] ότι ο τ. έχει σχηματιστεί αναλογικά [[προς]] το συγγενές σημασιολογικά <i>κάρ</i>-<i>φη</i> «[[ξερό]] [[χόρτο]], [[άχυρο]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 7 July 2020
English (LSJ)
φρύγανα, Hsch.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «φρύγανα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει προέλθει από το θ. του ρ. σύρω με δασύ χειλικό ένθημα -φ- (πρβλ. συρ-φ-ετός) και κατάλ. -ή. Έχει διατυπωθεί επίσης και η άποψη ότι ο τ. έχει σχηματιστεί αναλογικά προς το συγγενές σημασιολογικά κάρ-φη «ξερό χόρτο, άχυρο»].